Σάββατο 27 Απριλίου 2013

... προς της καρδιάς τα βάθη

Ο Ρωτόκριτος πλύνεται με το μαγικό υγρό
     
[ ΠΟΙΗΤΗΣ: (E 735-746) ]
  
Καλά το λεν οι φρόνιμοι, η αγάπη φόβο φέρνει
κ' εις ένα πράμα οπού αγαπά χίλιες φορές γιαγέρνει.
Χίλια σημάδια να θωρή ο άθρωπος, να κατέχη
άδολα πως τον αγαπά, αναπαημό δεν έχει·
μα λέγει και ξαναρωτά και ξαναδοκιμάζει
την αγαπά αν τον αγαπά και πάντα του λογιάζει.
Οληνυκτίς σ' τσ' αγκάλες της να μένη μετά κείνη,
σα σηκωθή, το βάσανο τού πόθου τόνε κρίνει
και φαίνεταί του χάνει τη και πως τον απαρνάται
κι ολημερνίς κι οληνυκτίς τρομάσσει και φοβάται
και πάντα ξόμπλιν εγνοιανό στην αγαπά γυρεύγει
κ' ετούτη η έγνοια η πελελή συχνιά τόνε παιδεύγει.

[ ΠΡΟΣΩΠΟ οπού μιλεί: Αρετούσα. (Ε 1017-1028) ]

Εγώ δε σε φοβούμαι πλιό ουδ' ο νους μου σε λογιάζει,
γιατί η ολπίδα όπου βρεθή το φόβο συντροφιάζει·
μα εδά που εκείνη εμίσεψε κι απ' την καρδιά μου εχάθη,
εγώ δεν τα φοβούμαι πλιό του ριζικού τα πάθη.
Σήμερο απόμεινα άφοβη· δεν έχω πλιό ίντα 'λπίζει·
το ριζικό δεν το ψηφώ· η Μοίρα δε μ' ορίζει.
Μοίρα, δε σε φοβούμαι πλιό κι ό,τι κι α θέλης κάμε,
κι α με γυρεύγης να με βρης, λέγω σου πως επά 'μαι·
και θε να πάρω θάνατο, κι απείτις αποθάνω,
κάμε το πλιά χερότερον εις το κορμί μου απάνω·
εις τα βουνά ας με ρίξουσι και τα θεριά ας με φάσι,
η απονιά σου να χαρή κ' η γνώμη να χορτάση.

[ ΠΟΙΗΤΗΣ: (E 1049-1076) ]

Ήθελε κι άλλα να του πη, μα η εμιλιά δε σώνει,
πέφτει στη γη άσπρη και κρυγιά πλιά παρ' από το χιόνι
και πλιό δεν είχεν αναπνιά κ' η αίστησή τση εχάθη
κι όλο το αίμα εσύρθηκε προς της καρδιάς τα βάθη.
Τ' άλλα της μέλη ήσα νεκρά, μόνο η καρδιά σπαράσσει,
ετρόμαξε ο Ρωτόκριτος μην πα και τήνε χάση.
Ήσυρνε γένια και μαλλιά, τά 'βαλε ο νους του ψέγει,
απείτις κ' έτοια πράματα ήθελε να τση λέγη.
Εδέρνετο κ' η νένα της, στα χέρια την εκράτει,
λογιάζοντας πως είν' νεκρή, φιλεί, αποχαιρετά τη
και μοιρολόγι θλιβερό τσή 'λεγεν η καημένη,
ελόγιαζε κ' εθάρρειε το πως νά 'ναι αποθαμένη.
Πουρί ήπλωσε στο στήθος της κ' εσπάρασσε η καρδιά της,
μ' ακόμη από το στόμα της μακρά 'το η εμιλιά της.
Ω πόσο είναι βαρύ πολλά και δυνατό περίσσα
και πώς κατέχου να το πουν εκείνοι που αγαπήσα·
τό 'ρθη καιρός τσή χωρισιάς, πόσο καημόν αφήνει!
Να το μιλήσου δε μπορούν, κ' η γνώση να το κρίνη.
Δεν ήτονε παράξενον αν είν' κ' η Αρετούσα
έτοιας λογής απόμεινε σ' ό,τι τ' αφτιά τση ακούσα.
Εξελιγώθη, στρέφεται, λέγει η γλυκειά της γλώσσα:
«Απαρθινά, Ρωτόκριτε, θεριά σ' εθανατώσα;»
Τα δάκρυα, οπού 'σαν άλλη μια εις τα βαθιά χωσμένα,
τόπον ευρήκασιν εδά κ' ετρέχασι κ' εβγαίνα·
και σιγανά εκινήσασι, μ' αρχίσαν κ' επληθαίνα,
σα ριγουλάκι λαμπυρόν εδέτσι εκατεβαίνα.
Από την άλλη ο Ρώκριτος πάραυτας ενεστάθη
και δεν του εφαίνετο καιρός να την κρατή στα πάθη.
 
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...]
   

Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Στου δάσους την καρδιά



1.  Στα βρώμικα κολλώδη πατώματα τής αβύσσου

2.  Δεν υπήρχε πουθενά

3.  Στη σκέψη της και μόνο

4.  Aναδυόμενος από το όνειρο στο κύμα

* * *
  
οὐ γάρ οἱ τῇδ᾽ αἶσα φίλων ἀπονόσφιν ὀλέσθαι,
ἀλλ᾽ ἔτι οἱ μοῖρ᾽ ἐστὶ φίλους τ᾽ ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι
οἶκον ἐς ὑψόροφον καὶ ἑὴν ἐς πατρίδα γαῖαν. 

5.

Το σώμα τού Οδυσσέα ξεβράστηκε στην ακροθαλασσιά. Στο μέρος τής καρδιάς ήταν εμφανές το σημάδι. Η Λευκοθέα θέλησε να τον εκδικηθεί για το ξεριζωμό τού μαντηλιού. Και το έπραξε. Μαζί με αυτό τού ξερίζωσε τη καρδιά.

Εκεί που κείτονταν, όμως, δεν ήταν μόνος. Βρισκόταν δίπλα του ένα μικρό κορίτσι. Το όνομα αυτής: Ελευθερία; Ειρήνη; Ελπίδα; Κανένας δε το ξέρει. Μπορεί και τα τρία ονόματα μαζί. Το κορίτσι κρατούσε στα χέρια του μια ζεστή παλλόμενη καρδιά.
 
Ήταν η καρδιά τής λατρευτής νεράιδας. Ματωμένη, γυμνή κι από διαμάντι καμωμένη. Η Ελευθερία - Ειρήνη - Ελπίδα ήταν η κόρη τής νεράιδας. Ήταν η κόρη τού Οδυσσέα. Ήταν ο καρπός τού έρωτά τους.

Το ταξίδι, βλέπετε, είχε το τίμημά του. Γιατί μέσω αυτού η μοίρα μπορεί να άλλαξε κι ο Οδυσσέας να επέστρεψε σε εκείνο το υπέροχο νησί που λεγόταν Ωγυγία. Η Καλυψώ, ωστόσο, από τη στενοχώρια της άντεξε μόνο μέχρι να γεννηθεί η Κόρη κι ύστερα ξεψύχησε. Αυτή ήταν η θυσία.
 
Τη Κόρη την ανέθρεψαν τα ζωντανά και τα πετούμενα τού νησιού μέχρι να μεγαλώσει και να αποκτήσει νου και γνώση. Γιατί τα συναισθήματα ζούσαν ήδη μέσα της προτού αντικρίσει τη χαρά τού ήλιου και τη θλίψη
τής βροχής. Τόσο αθάνατα ήταν τα συναισθήματά της.
 
Η Κόρη απόθεσε τη καρδιά τής
νεράιδας στη τρύπα τού άψυχου σώματος τού Οδυσσέα. Εκείνος απόκτησε πνοή ξαφνικά και ξύπνησε! Κι η Κόρη τον οδήγησε, πιάνοντάς τον σφιχτά από το χέρι, στου δάσους την καρδιά. Βαθιά στη κουφωτή σπηλιά.
 
Στη διαδρομή συνάντησαν λύγκες και λύκους. Στα δέντρα λαλούσαν σπουργίτια και κοτσύφια το ερωτικό, μα συνάμα θλιβερό, τραγούδι τους κι από τον ουρανό έβρεχε ήλιους σαν δάκρυα καυτά.
 
Ο αέρας φυσούσε δυνατά και έμπαινε, σχεδόν ψιθυριστά, στα αυτιά τού Οδυσσέα. Σαν ένα γλυκόπικρο τραγούδι που του θύμιζε το μουσικό σκοπό τής λατρευτής νεράιδας:
 
«Συνάντησέ με στο νησί, αλάργα εκεί στο πέλαγο,
μέσα στη βαθιά σπηλιά, στο δροσολουσμένο δάσος»...

Μ.Μ.

* * *
Τα υπόλοιπα είναι σιωπή.

Δηλαδή μουσική.
Δηλαδή Θεός.

Ευχαριστώ.
 
~ Σταύρος Σταυρόπουλος
     
_____________

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ - ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ


[1]  Ο νόστος του έρωτα γεννά την ανάγκη του. (Μαρία Χρονιάρη): Από το βιβλίο της "Εκεί που αλλάζω ζωές", εκδ. Απόπειρα 2010.

[2]  Αρχαιοελληνικά αποσπάσματα (κατά σειρά παράθεσης): Ομήρου "Οδύσσεια", ραψ. ε', στ. 118-120, 206-210, 63-67, 70-74, 113-115. Βλ. http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/OMHROS%20ODYSSEIA/Odysseia%20arxaio/05.htm

[3]  βαθιά σπηλιάδροσολουσμένο δάσοςλατρευτή νεράιδακαθόντανε [...] ακροθαλάσσιόπως [...] κύμαγιατί [...] Καλυψώσεβαστήκουφωτή σπηλιά: http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/OMHROS%20ODYSSEIA/Odysseia%20Sid/05.3.htm

[4]  Τ’ όνειρο μου [...] θα χαθούμε μες...: Ναπολέων Λαπαθιώτης, Αποχαιρετισμοί στη μουσική

[5]  Η μοίρα μπορεί να αλλαχτεί. Αλλά πρέπει να έχεις τη θέληση να την αλλάξεις, ακόμα κι αν απαιτεί θυσίες. (Fringe)

[6]  Σταύρος Σταυρόπουλος: http://sstavropoulos.blogspot.gr/2011/10/blog-post_14.html
 

Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Τα πάθη πλιό δεν κιλαδεί...

Τα πουλιά στη φυλακή τής Αρετούσας
   
[ ΠΟΙΗΤΗΣ: (Δ 845-850. Ε 767-800) ]
   
Οι τρεις χρόνοι περάσασι κ' οι τέσσερεις εμπαίνα,
που η Αρετή ήτο στη φλακή κι ο Ρώκριτος στα ξένα.
Μακρά 'σαν, μακρά βρίσκετον ένας από τον άλλο,
μα 'σαν κ' οι δυο σε μια βουλή κ' εστέκα σ' ένα ζάλο·
σ' μια βράσην εκεντούσασι, τα ξύλα έτσι συμπαίνα,
που 'φτανεν η αναλαμπή σ' τσι δυο κι όχι στον ένα.

Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κ' η μέρα ξημερώνει
να φανερώση ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνει.
Εφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνει,
σημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνει.
Χορτάρια εβγήκαν εις τη γη, τα δεντρουλάκια ανθίσα
κι από τσ' αγκάλες τ' ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα.
Τα περιγιάλια ελάμπασι κ' η θάλασσα εκοιμάτο,
γλυκύς σκοπός εις τα δεντρά κ' εις τα νερά εγροικάτο.
Ολόχαρη και λαμπυρή η μέρα ξημερώνει,
εγέλαν η ανατολή κ' η δύση καμαρώνει.
Ο ήλιος τες ακτίνες του παρά ποτέ στολίζει
με λάμψη, κι όλα τα βουνά και κάμπους ομορφίζει.
Χαμοπετώντας τα πουλιά εγλυκοκιλαδούσα,
στα κλωναράκια τω δεντρών εσμίγαν κ' εφιλούσα.
Δυο δυο εζευγαρώνασι, ζεστός καιρός εκίνα,
έσμιξες, γάμους και χαρές εδείχνασι κ' εκείνα.
Εσκόρπισεν η συννεφιά, οι αντάρες εχαθήκα,
πολλά σημάδια τση χαράς στον ουρανό εφανήκα.
Παρά ποτέ τως λαμπυρά, τριγύρου στολισμένα,
στον ουρανό είν' τα νέφαλα σαν παραχρουσωμένα.
Τα πάθη πλιό δεν κιλαδεί το πικραμένο αηδόνι,
αμέ πετά πασίχαρο, μ' άλλα πουλιά σιμώνει.
Γελούν τση χώρας τα στενά κ' οι στράτες καμαρώνου,
όλα γροικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνου.
Και μες στη σκοτεινή φλακήν, οπού 'το η Αρετούσα,
εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κ' εγλυκοκιλαδούσα.
Στην κεφαλή τής Αρετής συχνιά χαμοπετούσι
και φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσι.
Πάλι με τον κιλαδισμόν απ' την φλακήν εφύγα,
αγκαλιαστά, περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα.
Η νένα, οπού 'το φρόνιμη γυναίκα τού καιρού της
το πώς ετούτα τα πουλιά, που εσμίξαν έτσι ομάδι,
χαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι.
 
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...]
   

Τρίτη 9 Απριλίου 2013

Σημάδι πεθυμητικό τής αναγάλλιασής μου

Η Αρετούσα και η Νένα βλέπουν το δαχτυλίδι τού Ρωτόκριτου
    
[ ΠΡΟΣΩΠΟ οπού μιλεί: Αρετούσα. (Γ 1415-1440) ]
   
Και πώς μπορεί τούτη η καρδιά που με χαρά μεγάλη
στη μέση της εφύτεψε τα νόστιμά σου κάλλη
και θρέφει σε καθημερνό, στα σωθικά ριζώνεις,
ποτίζει σε το αίμα τση κι ανθείς και μεγαλώνεις
κι ως σ' έβαλε, σ' εκλείδωσε, δε θέλει πλιό ν' ανοίξη
και το κλειδίν ετσάκισεν άλλης να μη σε δείξη,
και πώς μπορεί άλλο δεντρόν, άλλοι βλαστοί κι άλλα άθη
μέσα της πλιό να ριζωθούν, που το κλειδίν εχάθη;
Σγουραφιστή σ' όλο το νουν έχω τη στόρησή σου
και δε μπορώ άλλη πλιό να δω παρά την εδική σου·
χίλιοι σγουράφοι να βρεθού, με τέχνη, με κοντύλι
να θε να σγουραφίσουσι μάτια άλλα κι άλλα χείλη,
τη στόρησή σου ως τήνε δου, χάνεται η μάθησή τως,
γιατί καλλιά 'ναι η τέχνη μου παρά την εδική τως.
Εγώ, όντε σ' εσγουράφισα, ήβγαλα απ' την καρδιά μου
αίμα και με το αίμα μου εγίνη η σγουραφιά μου·
κι όποια με το αίμα τής καρδιάς μια σγουραφιά τελειώση,
κάνει την όμορφη πολλά κι ουδέ μπορεί να λειώση·
πάντά' ναι σάρκα ζωντανή, καταλυμό δεν έχει
και ποιος να κάμη σγουραφιά πλιό σαν εμέ κατέχει;
Τα μάτια, ο νους μου κ' η καρδιά, κ' όρεξη εθελήσα
κ' εσμίξαν και τα τέσσερα, όντε σ' εσγουραφίσα·
και πώς μπορώ να σ' αρνηθώ; Κι α θέλω, δε μ' αφήνει
τούτ' η καρδιά που εσύ 'βαλες σ' τσ' αγάπης το καμίνι
κ' εξαναγίνη στην πυρά, την πρώτη φύση εχάσε,
η στόρησή μου εχάθηκε και τη δική σου επιάσε.
    
[ ΠΡΟΣΩΠΟ οπού μιλεί: Ερωτόκριτος. (Γ 1491-1498) ]
 
Καλώς το πιάσε η χέρα μου το μαρμαρένιο χέρι,
κείνο που ολπίδα μού 'δωκε το πώς σε κάνω ταίρι.
Σημάδι πεθυμητικό τής αναγάλλιασής μου,
παρηγοριά και θάρρος μου και μάκρος τής ζωής μου.
Χέρα που δίχως να μιλή σωπώντας μού το τάσσει
εκείνον οπού ετρόμασσεν ο νους μου μην το χάση·
χέρα που επιάσε το κλειδί και μ' όλο το σκοτίδι
ήνοιξε τον Παράδεισο και τσ' ουρανούς μού δίδει.
 
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...]
   

Κυριακή 7 Απριλίου 2013

ΚΙ ΑΛΛΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ

(Περίληψη σεναρίου)
  
Chernobyl Pripyat Hospital

Ο Μάικ είναι ένας νεαρός ποιητής που μια σειρά από συμπτώσεις τον αναγκάζουν να εγκαταλείψει το σπίτι του και να βρει δωμάτιο σ' ένα κτήριο που έχουν καταλάβει ζωγράφοι, χρησιμοποιώντας το για εργαστήρια. Στο ίδιο δωμάτιο κατοικεί και ο Δημήτρης, ιδεολόγος επαναστάτης και μουσικός. Η Βάσω επίσης, μια νεαρή γυναίκα, καταλήγει να στεγάζεται στο ίδιο δωμάτιο μετά από πρόταση του Δημήτρη που τη βρίσκει σε άθλια κατάσταση στο δρόμο, ύστερα από μια ερωτική της απογοήτευση.

Οι ιδιοφυείς καλλιτεχνικές εκρήξεις του Μάικ, που ξεθάβει πτώματα από το υπόγειο του κτηρίου –πρώην νοσοκομείου– και που τα πετάει σε διαδρόμους και δωμάτια, και ο συναισθηματικά κλονισμένος εαυτός της Βάσως, που ξεσπάει σε πράξεις απελπισίας, φέρνουν σε δύσκολη θέση τον Δημήτρη, που για πρώτη φορά έρχεται σε σύγκρουση με τους καταληψίες που επιμένουν να διώξει από το χώρο τους τους δύο συγκάτοικους. Μέσα από αυτή την κόντρα ο Δημήτρης συνειδητοποιεί πολλά πράγματα για το παιχνίδι των ανθρώπινων σχέσεων και για την πορεία του μέλλοντος και, αφού μεταφέρει τον Μάικ και τη Βάσω σ' ένα μυστικό δωμάτιο, αυτοκτονεί.

Στη συνέλευση που γίνεται οι καταληψίες βγάζουν όλη τη μιζέρια και το χάος τους με το να κατηγορεί ο ένας τον άλλον σαν υπεύθυνο για την αυτοκτονία, και αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το κτήριο μπροστά στο φόβο της ενοχοποίησής τους από την αστυνομία.

Από την άλλη ο Μάικ και η Βάσω, μέσα από την τρέλα που τους συνεπαίρνει ολοκληρωτικά, ανακαλύπτουν το φάντασμα του κτηρίου και μέσα από ένα ψυχεδελικό κομφούζιο καταφέρνουν να το εξοντώσουν, γυρνώντας γεμάτοι αγωνία ολόκληρο το κτήριο γυμνοί. Η αστυνομία που εισβάλλει τους συλλαμβάνει ως ενόχους για το θάνατο του Δημήτρη και αυτοί βέβαια δεν μπορούν να αμυνθούν στο ελάχιστο.

– Κατερίνα Γώγου, "μέ λένε ΟΔΥΣΣΕΙΑ", εκδ. Καστανιώτη
     

Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

Aναδυόμενος από το όνειρο στο κύμα

Jan Brueghel the Elder, "A Fantastic cave with Odysseus and Calypso",  circa 1616
  
ὕλη δὲ σπέος ἀμφὶ πεφύκει τηλεθόωσα,
κλήθρη τ᾽ αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος.
ἔνθα δέ τ᾽ ὄρνιθες τανυσίπτεροι εὐνάζοντο,
σκῶπές τ᾽ ἴρηκές τε τανύγλωσσοί τε κορῶναι
εἰνάλιαι, τῇσίν τε θαλάσσια ἔργα μέμηλεν.
[...]
  
κρῆναι δ᾽ ἑξείης πίσυρες ῥέον ὕδατι λευκῷ,
πλησίαι ἀλλήλων τετραμμέναι ἄλλυδις ἄλλη.
ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου
θήλεον. ἔνθα κ᾽ ἔπειτα καὶ ἀθάνατός περ ἐπελθὼν
θηήσαιτο ἰδὼν καὶ τερφθείη φρεσὶν ᾗσιν.
 
4.
  
Κι αργά πια βγήκε απάνω αναδυόμενος από το όνειρο στο κύμα·
όντας γυμνός, χωρίς τα ρούχα που η Καλυψώ του 'χε δοσμένα.

Μόνο κατάσαρκα στα στήθια του βρισκόταν απλωμένο
ένα μαντίλι μαγικό, από κάποια Λευκοθέα καμωμένο.

Και αφού το ξερίζωσε από μέσα του και το άφησε να φύγει,
τότε αναφώνησε σπαρακτικά με όση πνοή του είχε απομείνει: 
   
Τ’ όνειρο μου πια δεν είναι να χαρώ, μήτε να ζήσω,
μα να πω μια λέξη μόνο, σα μια φλόγα, – και να σβήσω.

Κι αν ακόμα ζω του κάκου, και γυρνώ στη γην απάνω,
μόνον ένα πια μου μένει, – να την πω και να πεθάνω…

Κι όμως ούτε αυτή τη λέξη δε μου δόθηκεν ακόμα
να την πω, – και μου παιδεύει την ψυχή μου και το στόμα.

Μήτε καν αυτή τη λέξη, την απέραντα θλιμμένη,
μήτε τρόπος να τη μάθω, μήτε χρόνος δε μου μένει.

Κι αφού τα άχαρά μου χείλη δεν την πρόφεραν ακόμα,
θα την πάρω – και σαν ξένοι, θα χαθούμε μες...

Στης Καλυψώς τα πόδια· ήταν οι στίχοι ενός ποιητή
που άκουσε κατά το μακρινό ταξίδι του στο χρόνο.
   
* * *
  
then a black girl with no clothes on
she danced across the room
we charted the progress of the planets
around that boogie-woogie moon
I called her my nubian princess
I gave her some sweet-back bad-ass jive
I spent the next seven years between her legs
pining for my wife
but by and by it all went wrong
I felt all washed-up on the shore
she stared down at me from up in the storm
as I sobbed upon the floor
for more news from nowhere
more news from nowhere
and don't it make you feel alone
and don't it make you wanna get right-on home
more news from nowhere
more news from nowhere
 
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...]