Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

ΤΟ ΠΑΝΕΜΟΡΦΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ - Επίμετρο

  
    
Listening to you I get the music
Gazing at you I get the heat
Following you I climb the mountain
I get excitement at your feet
   
   
«Μην ασχολείσαι τόσο με τις λέξεις· ασχολήσου καλύτερα με μένα. Μην ασχολείσαι με αυτά που σου λέω· ασχολήσου καλύτερα με αυτό που είμαι εδώ και τώρα. Τότε υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα μεταμόρφωσης και κατανόησης. Αν απλά συνεχίσεις να με ακούς, μπορείς να βρεις τρόπους να αποφύγεις, να ξεφύγεις.

Οι λέξεις είναι μόνο λέξεις. Καμία λέξη δεν είναι αληθινή. Δεν είναι παρά τεχνητές επινοήσεις – χρήσιμες, αλλά πολύ περιορισμένες. Η γλώσσα δημιουργείται από συμπτώσεις. Δεν έχει τίποτε το τελειωτικό. Γι' αυτό υπάρχουν τόσες γλώσσες. Για τον ίδιο λόγο υπάρχουν χιλιάδες λέξεις στον κόσμο. Υπάρχουν πάνω-κάτω χίλιες γλώσσες. Είναι τεχνητό.

Είτε ονομάσεις ένα τριαντάφυλλο τριαντάφυλλο, είτε το ονομάσεις γκουλάμπ δεν αλλάζει τίποτε για το τριαντάφυλλο. Το τριαντάφυλλο αγνοεί μακαρίως το πώς το ονομάζεις. Αλλιώς το τριαντάφυλλο θα μπερδευόταν. Υπάρχουν χίλιες λέξεις για το τριαντάφυλλο. Θα είναι αδύνατον για το τριανταφυλλο να ανθίσει, αν γίνει πολύ γλωσσομαθές, πολύ διανοούμενο. Το τριαντάφυλλο δεν σκοτίζεται για το πώς το ονομάζεις. Και, είτε το ονομάσεις τριαντάφυλλο, είτε το ονομάσεις γκουλάμπ, ποιά η διαφορά; Ένα τριαντάφυλλο παραμένει τριαντάφυλλο. Η γλώσσα είναι τεχνητή, συμπτωματική.»
 
– ΌΣΣΟ, Νιρβάνα: Ο Τελευταίος Εφιάλτης, εκδ. Ρέμπελ.
     

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

ΤΟ ΠΑΝΕΜΟΡΦΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ - Μέρος 6

    
Sickness will surely take the mind
Where minds can't usually go
Come on the amazing journey
And learn all you should know...
    
               
Η ΕΓΩΓΟΥΛΑ ΞΑΝΑΧΤΥΠΑ. Επιμένει. Καμμία απάντηση. Τότε αρχίζει. Να ανησυχεί. Αποφασίζει να μπει μέσα. Στο σπίτι. Για να δει τί συμβαίνει. Ο Ανιδιοτέλης δε βρίσκεται στο σπίτι. Μάλλον το έχει αφήσει. Πριν από πολύ καιρό. Η προσοχή τής Εγωγούλας. Πέφτει αμέσως στο κρεβάτι. Πάνω στο μαξιλάρι. Υπάρχει ένα τεράστιο και κατακόκκινο τριαντάφυλλο. Το πιο ωραίο που έχει δει. Στη ζωή της! Αρπάζει το τριαντάφυλλο. Με μεγάλη ικανοποίηση. Γυρίζει χαρούμενη στο σπίτι της. Η προηγούμενη ανησυχία της. Για τον Ανιδιοτέλη. Έχει εξαφανιστεί. Εντελώς. 

Μόνο η φροντίδα του πανέμορφου κόκκινου τριαντάφυλλου τη νοιάζει τώρα.
   
*
              
Η ΕΓΩΓΟΥΛΑ ΔΕΝ είδε ποτέ ξανά τον Ανιδιοτέλη. Συνέχισε τη ζωή της κανονικά. Πήγαινε τακτικά για ψάρεμα και Καύλοι μπαινόβγαιναν κατά καιρούς στο σπίτι της. Όσο για το πανέμορφο κόκκινο τριαντάφυλλο. Δε μαράθηκε ποτέ. Έτσι, η Εγωγούλα το κράτησε για πάντα στο σπίτι της και το φρόντιζε. Υπήρχανε, ωστόσο, φορές που το παραμελούσε – οι Καύλοι, βλέπετε, τής δημιουργούσαν συνεχώς προβλήματα. 
         
Το πανέμορφο κόκκινο τριαντάφυλλο έμεινε για πάντα στο σπίτι μαζί της τεράστιο και κατακόκκινο σα ζωντανό.
                 
*
               
Και ζήσαν εκείνοι κι εκείνη καλά – και το τριαντάφυλλο ακόμη καλύτερα.
        
Μ.Μ. 
    

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

ΤΟ ΠΑΝΕΜΟΡΦΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ - Μέρος 5

         
ΦΘΑΝΕΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ τής Εγωγούλας. Ο Καύλος. Ο κηπουρός της. Ανοίγει απότομα την αυλόθυρα. Σπάζοντας ένα κλαδί. Από τη τριανταφυλλιά. Χωρίς καν να το παρατηρήσει. Βαδίζει προς το μέρος τής Εγωγούλας. Η ίδια ενθουσιάζεται. Στη θέα τού Καύλου. Δεν αντιλαμβάνεται. Το σπασμένο κλαδί. Τής πληγωμένης τριανταφυλλιάς. Γυρνάει προς το μέρος τού Ανιδιοτέλη. Τού ζητάει να φύγει. Θέλει να μείνει μόνη της. Με τον Καύλο.
   
Ο Ανιδιοτέλης φεύγει. Αποσβολωμένος. Γυρίζει στο σπίτι του. Λυπημένος. Όταν καταλαγιάζει κάπως. Ο πόνος του. Αποφασίζει να βγει στο κήπο του. Για να ξεριζώσει. Τη κόκκινη τριανταφυλλιά. Σκέφτεται τα τριαντάφυλλα. Ειδικά τα κόκκινα. Υπάρχουνε για να δίνονται. Από ανθρώπους. Στους ανθρώπους. Με αγάπη.
           
Βγαίνοντας στο κήπο βλέπει τη τριανταφυλλιά ήδη μαραμένη. Είχε πια νόημα να φροντίζει τη τριανταφυλλιά; 
       
*

ΠΕΡΝΑΕΙ ΑΡΚΕΤΟΣ ΚΑΙΡΟΣ. Μία μέρα. Η Εγωγούλα θυμάται. Ξαφνικά. Τον Ανιδιοτέλη. Αποφασίζει να τον επισκεφθεί. Η Εγωγούλα ήτανε πολύ στενοχωρημένη. Ο Καύλος. Αφού της είχε καταστρέψει τη τριανταφυλλιά. Μαζί με ολόκληρο το κήπο. Την είχε εγκαταλείψει. Η Εγωγούλα. Σκέφτεται. Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Θα της έφτιαχνε τη διάθεση. Και ο μόνος που θα μπορούσε. Να της δώσει. Αυτό που είχε τόση ανάγκη. Ήταν ο Ανιδιοτέλης. 

Δεν τον είχε δει από τη τελευταία φορά που εκείνος είχε περάσει από το σπίτι της. Ούτε στο ψάρεμα τον είχε δει από τότε.
    

H Εγωγούλα πηγαίνει στο σπίτι τού Ανιδιοτέλη. Φθάνει εκεί. Μένει έκπληκτη. Από την εικόνα που αντικρίζει. Το σπίτι τού Ανιδιοτέλη. Έμοιαζε σχεδόν εγκαταλελειμμένο. Έρημο. Σχεδόν. 

Ο κήπος ήταν ξερός και το γύρω τοπίο είχε μια μουντάδα που προκαλούσε έντονη μελαγχολία.
       
*
    
Η Εγωγούλα χτυπάει τη πόρτα τού Ανιδιοτέλη. 
  
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...]
   

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Το ματωμένο διαμάντι

   
Μίλα μου για το ματωμένο διαμάντι. Πες μου τα συναισθήματά σου...
   
From Athens with Love
(Ομόνοια, 22/12/2012, 10:42)
    
I.
 
ΠΟΝΕΜΕΝΟΙ ΧΕΙΜΑΡΡΟΙ τα μάτια σου που όλο και κυλάνε ανάμεσα στη Σκύλα και τη Χάρυβδη και χύνονται ορμητικά από έξω προς τα μέσα στη ματωμένη λίμνη τής καρδιάς σου.

II.

ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΙ ΧΟΡΕΥΤΕΣ τα συναισθήματά μου που όλο και ταξιδεύουν προς το αλύτρωτο υποσυνείδητό σου και στάζουν σα δάκρυα καυτά από μέσα προς τα έξω στην αποκαθαρμένη συνείδηση τής ομορφιάς σου.

ΙΙΙ.

ΈΝΑ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ αθάνατων συναισθημάτων η καρδιά σου.

Μ.Μ.
     

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

ΤΟ ΠΑΝΕΜΟΡΦΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ - Μέρος 3+

Η ΕΓΩΓΟΥΛΑ ΑΝΟΙΓΕΙ τη πόρτα. Ο Ανιδιοτέλης τής δίνει. Πρώτα από όλα. Το κόκκινο τριαντάφυλλο. Μαζί με το ποίημα. Τής ζητάει. Ένα από τα δικά της. Λευκά τριαντάφυλλα. Γιατί τα τριαντάφυλλα αυτά. Είχανε κάτι το ξεχωριστό. Το οποίο δε περιγράφεται. Με λόγια.

Με τί λέξεις μπορεί να απεικονιστεί ένα λευκό τριαντάφυλλο που έχει πάνω του μικρές μαύρες κηλίδες ξεραμένου αίματος και πίσσας;

Η Εγωγούλα κοντοστέκεται. Αποσβολωμένη. Σχεδόν. Τον κοιτάζει. Αμήχανα. Τού λέει ότι δε μπορεί. Να κάνει αυτό που της ζητάει. Γιατί αν έκοβε. Έστω κι ένα τριαντάφυλλο. Θα χαλούσε. Την όμορφη τριανταφυλλιά της. Εκείνη θέλει. Τη τριανταφυλλιά της. Άθικτη. Ο Ανιδιοτέλης τη κοιτάζει. Με απορία.
    
*
   
ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ. Ξεπηδά. Από μέσα του. Ένας λόγος. Ο λόγος:
   
(I)
    
ΚΑΡΔΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ένα-δυο πράγματα απλά, εσωτερικά.
    
ΔΥΟ ΠΡΟΣΩΠΑ κατά τη στιγμή, τις στιγμές, τις αιώνιες φωτιές, που φιλιούνται.
Ενωμένα. Κολλημένα. Ιδρωμένα. Σαν ένα.
    
ΔΥΟ ΦΩΤΑ, σαν λάμψεις, φτιαγμένα
«από εκρήξεις αυτοκτονημένων αστεριών»*.
Το μαύρο & το άσπρο. Ενωμένα.
   
ΠΙΟ ΚΟΚΚΙΝΟ δε γίνεται.
Όχι σαν ένα.
Ένα. 

(II)
   
ΚΑΡΔΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ τα λόγια που δε λέγονται. 
Παρά μόνο μεταφράζονται.
Ατελώς.
   
ΑΣ ΜΙΛΗΣΟΥΝ οι καρδιές.
Μέχρι οι καρδιές να βγουν.
Από τη σάρκα & τα οστά.
Μέχρι να γίνουν Ένα.
    
ΣΟΥ ΔΙΝΩ τη καρδιά μου.
Σε Σένα.
Για Σένα.
   
ΤΙΣ ΔΥΟ ΛΕΞΕΙΣ δε θα πω.
Τις ξέρεις.
Τις νιώθεις.
   
ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΜΕΣΑ στη καρδιά σου.
Εκεί που βρίσκεται & η καρδιά μου.
Μόνο.

(III)
     
ΔΥΟ ΚΑΡΔΙΕΣ που γίναν Ένα.
    
ΑΛΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ. Διαφορετικός.
Ένας & μοναδικός. Μαγικός.
Η καρδιά σου. Καρδιά μου.
   
ΠΑΙΔΙ ΔΙΚΟ ΤΟΥ γίνομαι.
& αφήνομαι.
& χάνομαι.
& λιώνω. 

(IV)

«ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ ΓΙΑΤΙ ΑΓΑΠΩ»*.
Δε λέω τίποτ’ άλλο.
Τη συνέχεια τη ξέρεις…
   
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...]
   
* * *
             
(ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΩΡΑ. Σε ένα παράλληλο σύμπαν. Ο Δεικσάκης και η Μανιταρούλα. Κάνουν διάλογο. Ο διάλογος:
        
- Κοριτσάκι, πιάσε με από το χέρι να μου δείξεις τον κόσμο...

- Δεν έχω χέρι. Δεν υπάρχει κόσμος.**)

_____________

* Κ. Γώγου
** Ν. Καββαδίας
     

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

ΤΟ ΠΑΝΕΜΟΡΦΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ - Μέρος 2

ΜΊΑ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ, η Εγωγούλα πηγαίνει ξανά στο σπίτι τού Ανιδιοτέλη. Τού ζητάει να της δώσει ένα άλλο τριαντάφυλλο. Το πρώτο είχε μαραθεί. Ο Ανιδιοτέλης τής το προσφέρει. Με τεράστια χαρά. Το μεγαλύτερο και το πιο κόκκινο τριαντάφυλλο τού κήπου του. Εκείνη η μέρα. Ήτανε μέρα ευτυχίας. 

Ευτυχισμένη μέρα. Οι ευτυχισμένες μέρες κρύβουν μέσα τους κάτι το τερατώδες.
  
*
   
Ο ΑΝΙΔΙΟΤΕΛΗΣ ΠΙΣΤΕΥΕΙ πλέον. Η Εγωγούλα είναι φίλη του. Και αυτό δε πρόκειται να αλλάξει. Ποτέ. Λίγες μέρες αργότερα. Αποφασίζει να πάει στο σπίτι τής Εγωγούλας. Κρατώντας ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Στα χέρια του. Aπό τα ομορφότερα τού κήπου του. Ίσως. Το πιο όμορφο όμορφο όμορφο όμορφο... τριαντάφυλλο! Από όλα. 

Είχε γράψει κι ένα ποίημα. Το ποίημα:

ΠΕΡΙΜΕΝΩ


“BECAUSE
Αυτός ειν’ ένας κόσμος
Όπου και τα πράγματα ακόμα
Δεν μπορούν να παραμένουν σιωπηλά”
    
~ Αλέξης Τραϊανός
    
(I)
   
Λοιπόν, δε καταλαβαίνεις;
Ω, κορίτσι μου μικρό,
που είσαι το Φεγγάρι μου
το πιο μεγάλο!
    
Μία κουβέντα σου μονάχα αναζητώ
Αυτή που δε μπορώ να σου τη πω
Παρά μόνο εσύ μπορείς να την εκφράσεις
Πολύ καλύτερα από μένα· και περιμένω...
   
(II)
   
Το μόνο που θέλω 
  και όχι ΘΑ ήθελα
Το μόνο που χρειάζομαι
―και όχι ΘΑ χρειαζόμουνα
    
Είσαι εσύ, κορίτσι μου γλυκό
και πονεμένο, που δε μπορώ
να σε έχω στην αγκαλιά μου!
Και περιμένω...
   
(III)
   
Λοιπόν, δε καταλαβαίνεις;
Ω, κορίτσι μου χλωμό,
που είσαι το Φεγγάρι μου
το πιο μεγάλο!
   
Περιμένω…
Μία κουβέντα
Ένα ταξίδι
Μία αγκαλιά
    
(IV)
   
Λοιπόν, δε καταλαβαίνεις;
Ω, κορίτσι μου λαμπρό,
που είσαι το Φεγγάρι μου
το πιο μεγάλο!
    
Περιμένω η φωνή
τής σιωπής σου
να γίνει η σιωπή
τής φωνής μου
 
*
   
Χτυπάει με λαχτάρα τη πόρτα της.

              
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...]
     

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

ΤΟ ΠΑΝΕΜΟΡΦΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ - Μέρος 1

ΜΊΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ένα καιρό ήταν ένα κορίτσι. Ας το πούμε Εγωγούλα. Και ένα αγόρι. Ας το πούμε Ανιδιοτέλη. Η Εγωγούλα ζούσε σε ένα μικρό σπίτι με κήπο, στον οποίο καλλιεργούσε μια λευκή τριανταφυλλιά. Ο Ανιδιοτέλης ζούσε σε ένα μικρό σπίτι με κήπο, στον οποίο καλλιεργούσε μια κόκκινη τριανταφυλλιά. 

Η Εγωγούλα και ο Ανιδιοτέλης πήγαιναν συχνά για ψάρεμα μαζί. Έτσι, κάνανε παρέα. Δεν έλεγαν, όμως, ποτέ ο ένας στον άλλο ότι ένιωθαν φίλοι. Πήγαιναν απλώς. Μαζί. 

Μα ακόμη κι όταν δε πήγαιναν για ψάρεμα παρέα. Ήταν σα να ψάρευαν μαζί.

*
    
ΜΙΑ ΜΕΡΑ Η Εγωγούλα πηγαίνει στο σπίτι του Ανιδιοτέλη. Τού ζητάει να της δώσει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Ο Ανιδιοτέλης τής προσφέρει, μετά χαράς, το κόκκινο τριαντάφυλλο. Το επιθυμούσαν. Και οι δυο. 

Εκείνη η μέρα. Ήτανε μέρα όμορφη

Όμορφη μέρα
Μες τη δροσιά σου
Χαμογελούν τα λόγια μου
Η αγάπη παίρνει τα τραγούδια

Όμορφη μέρα
Μες τη δροσιά σου
Ξεχάστηκα
Ξεχάστηκα
   
*
    
Όμορφη. Μέρα;
   
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...]
   

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

ΕΝΑ ΞΕΒΑΜΜΕΝΟ ΠΟΙΗΜΑ

    
    
Ακούω τη θάλασσα στην τσέπη μου
Ανακατεύει ένα μουσκεμένο ποίημα
Ό,τι γράφω ξεβάφει
Σκουριάζει στο βλέμμα μου
Γεμίζει συγγνώμες
Και πέφτει με πάταγο στο παρόν

Όποιος προλάβει να το παγώσει
Να μου φυλάξει το δίπλα ερείπιο
–Κλειστόν λόγω ενθυμίων–
Για να σκαλίζω σαξόφωνα
Έτσι που άσπρισαν οι μέρες μου
Γενειάδες χιλιόμετρα

Wishing you were here
     
( Ο Θάνος Ανεστόπουλος μελοποιεί Σταύρο Σταυρόπουλο. 
Από την ποιητική συλλογή Δύο μέρη σιωπή, ένα μέρος λέξεις )
   

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Η ιστορία τού ζεν· #2

     
Sail with me into the dark
Sail!

    

Ο Μούσο, ο εθνικός δάσκαλος,
ένας από τους επιφανείς δασκάλους τού καιρού του,
έφυγε από την πρωτεύουσα συνοδευόμενος από ένα μαθητή
για μια μακρινή επαρχία.

Φτάνοντας στον ποταμό Τένρυου
χρειάστηκε να περιμένουν μία ώρα
για να επιβιβαστούν στο πορθμείο.
Καθώς η βάρκα ετοιμαζόταν να αποπλεύσει
ένας μεθυσμένος σαμουράι έτρεξε
πήδηξε πάνω στη γεμάτη βάρκα
και παραλίγο να την αναποδογυρίσει.
Τρίκλιζε άγαρμπα ενώ το μικρό σκάφος
διέσχιζε τον ποταμό.
Φοβούμενος για την ασφάλεια των επιβατών του,
ο περαματάρης τον ικέτευσε να καθίσει ήσυχα.
  
"Είμαστε σαν σαρδέλες εδώ μέσα",
είπε τραχιά ο σαμουράι.
Κι έπειτα, δείχνοντας το Μούσο,
"Γιατί να μην πετάξουμε έξω τον μπονζάε";
"Κάνε υπομονή παρακαλώ", είπε ο Μούσο,
"σύντομα θα φτάσουμε απέναντι".

"Πώς!" βρυχήθηκε ο σαμουράι, "Εγώ να κάνω υπομονή;
Άκου 'δω, αν δεν πηδήξεις απ' αυτό το καρυδότσουφλο
ορκίζομαι πως θα σε πνίξω".

Η ηρεμία τού δασκάλου εξόργισε τόσο τον σαμουράι
που χτύπησε το κεφάλι τού Μούσο με τη σιδερένια βεντάλια του,
κάνοντάς τον να ματώσει.

Ο μαθητής τού Mούσο είχε ανεχθεί αρκετά πια,
και καθώς ήταν δυνατός άντρας,
ήθελε να προκαλέσει το σαμουράι.
"Δεν μπορώ να του επιτρέψω να ζήσει μετά απ' αυτό", είπε.

"Γιατί ανάβεις τόσο για ένα τίποτα";
Είπε ο Μούσο με χαμόγελο.
"Σε τέτοια ζητήματα ακριβώς 
φαίνεται η εκπαίδευση τού μπονζάε.
Η υπομονή, να θυμάσαι, είναι κάτι παραπάνω από μια λέξη".

Ύστερα απάγγειλε ένα αυτοσχέδιο ουάκα:

"Ο θύτης και το θύμα:
παίκτες ενός παιχνιδιού μονάχα
εφήμεροι σαν όνειρο".

Όταν η βάρκα έφτασε στην ακτή
και ο Μούσο κι ο μαθητής του αποβιβάστηκαν,
ο σαμουράι έτρεξε και γονάτισε στα πόδια τού δασκάλου.
Εκείνη τη στιγμή έγινε μαθητής.      

– ΌΣΣΟ, Νιρβάνα: Ο Τελευταίος Εφιάλτης, εκδ. Ρέμπελ.
    

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΧΟΡΕΥΤΗΣ - Απόσπασμα 2

   

... «Ο Νίτσε είπε, "Ο Θεός είναι νεκρός και ο άνθρωπος είναι ελεύθερος πια". Αυτό είναι το λογικό συμπέρασμα τής δυαδικής σκέψης. 

Στην Ανατολή ποτέ δεν σκεφτήκαμε το Θεό σαν ζωγράφο. Τον σκεφτήκαμε σαν χορευτή. Ο χορός δεν μπορεί να χωριστεί από το χορευτή· ο πίνακας μπορεί να χωριστεί. Γι' αυτό ο χορός είναι ζωντανός και ο πίνακας νεκρός. Όσο όμορφος κι αν είναι, είναι νεκρός. Είναι χωριστός από το δημιουργό. Από τη στιγμή που χωρίζεται είναι νεκρός. Μπορεί να έζησε μέσα στο μυαλό τού ζωγράφου, μπορεί να ήταν ζωντανός πριν ζωγραφιστεί. Από τη στιγμή που ζωγραφίζεται έχει τελειώσει· είναι ήδη ένα άψυχο κατασκεύασμα. Ένας χορός όμως...

Στην Ινδία ονομάζουμε το Θεό 'νάταρατζ' – Θεό τών χορευτών. Θα πρέπει να έχεις δει το Σίβα που χορεύει. Αυτή είναι η ανατολική ιδέα για το Θεό. Μια ιδέα μη-δυαδική. Όταν σταματά ο χορευτής, σταματά ο χορός. Δεν μπορείς να χωρίσεις το χορό από το χορευτή. Και ο χορός φτάνει σε κορύφωση, σε κρεσέντο, όταν ο χορευτής χάνεται μέσα του τελείως, όταν δεν υπάρχει ούτε χορός ούτε χορευτής· και οι δύο είναι ένα... μία κίνηση καθαρής ενέργειας και χαράς.

Γι' αυτό τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με το χορό· ποίηση, ζωγραφική, γλυπτική· τίποτε δεν τον φτάνει. Ο χορός παραμένει η υπέρτατη τέχνη. Αυτή είναι η πρώτη τέχνη που γεννήθηκε και θα είναι η τελευταία που θα μείνει, γιατί ο χορός έχει μέσα του κάτι από την ίδια τη ζωή.

Ο Θεός είναι χορευτής. Δεν είναι δημιουργός με την έννοια τού ζωγράφου· είναι δημιουργός με την έννοια τού χορευτή. Θα σού το πω με άλλον τρόπο. Ο Θεός δεν είναι δημιουργός αλλά δημιουργικότητα... μια δυναμική ενέργεια. Από τη στιγμή που λες δημιουργός, είναι νεκρός. Η ίδια η λέξη 'δημιουργός' έχει μέσα της μια τελεία. Δημιουργικότητα ανοιχτή, που κινείται όλο και πιο δυνατά και φτάνει σε όλο και ψηλότερες κορυφές...

Τα ζώα είναι ένας χορός τού Θεού. Και τα δέντρα είναι ένας χορός τού Θεού. Και η ανθρωπότητα είναι ένας χορός τού Θεού, που φτάνει όλο και ψηλότερα. Ο Θεός κινείται όλο και πιο γρήγορα· πιο τρελά, πιο γρήγορα, λιώνει μέσα στο χορό του. Ένας βούδας, ή ένας ιησούς είναι το υπέρτατο αυτού τού χορού... εκεί όπου ο χορευτής είναι τόσο απόλυτα μεθυσμένος και τρελός ώστε έχει γίνει χορός.

Γι' αυτό λέω ότι αν ζεις τη ζωή στο δυναμισμό της θα πλησιάσεις το Θεό· γιατί χορεύει ακόμη. Μη λες ότι δημιούργησε τον κόσμο· ακόμη δημιουργεί. Διαφορετικά πώς συνεχίζουν να μεγαλώνουν τα δέντρα; Πώς συνεχίζουν να ανθίζουν τα λουλούδια; Κάθε στιγμή ο κόσμος ανανεώνεται. Κάθε πρωί απελευθερώνεται καινούργια ζωή.»

– ΌΣΣΟ, Νιρβάνα: Ο Τελευταίος Εφιάλτης, εκδ. Ρέμπελ.
     

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΧΟΡΕΥΤΗΣ - Απόσπασμα 1

  
 
Λένε ότι ο Θεός είναι αυτός που δημιούργησε τον κόσμο.
Αυτό είναι ο Θεός;

«Ο Θεός είναι ο κόσμος. Ο νους συνεχίζει να δημιουργεί δυαδισμούς. Λέει ότι ο Θεός είναι αυτός που δημιούργησε τον κόσμο. Έτσι ο κόσμος είναι χωριστά κι ο Θεός είναι χωριστά. Ο Θεός δεν είναι χωριστά. Δεν μπορεί να είναι χωριστά από τον κόσμο του. Αν είναι χωριστά, ο κόσμος δεν μπορεί να υπάρξει ούτε για μία στιγμή χωρίς αυτόν. Είναι η ζωή τής ζωής.

Μη φαντάζεσαι λοιπόν το Θεό σαν ένα ζωγράφο που ζωγραφίζει στο μουσαμά, όπου ο μουσαμάς είναι χωριστά και ο Θεός είναι χωριστά. Ο ζωγράφος μπορεί να πεθάνει και ο πίνακας να συνεχίσει να υπάρχει.

Εξαιτίας αυτής της δυαδικότητας ο Νίτσε μπόρεσε να πει, "Ο Θεός πέθανε". Τί ανάγκη τον έχουμε; Δημιούργησε τον κόσμο – και τέρμα! Γιατί να κουβαλάμε ακόμη το φορτίο; Τί ανάγκη τον έχουμε το Θεό; Από τη στιγμή που δημιούργησε τον κόσμο, τί ανάγκη υπάρχει; Ο κόσμος υπάρχει, εσύ υπάρχεις. Αυτός ο Θεός μόνο εμπόδιο μπορεί να είναι πια. Θα μπει ανάμεσα σε σένα και τη ζωή σου. Ξεφορτώσου τον.

Και ο Νίτσε είχε δίκιο κατά κάποιον τρόπο: Αυτό είναι το λογικό συμπέρασμα τού δυαδισμού. Ο κόσμος είναι μια χαρά χωρίς αυτόν. Γιατί να τον ανακατέψουμε; Όσο περισσότερο τον ανακατεύεις, τόσο δημιουργούνται προβλήματα. Κοίτα τις θρησκείες. Πόσοι πόλεμοι, φόνοι, βία... Και τί δεν έχει γίνει στο όνομα τής θρησκείας. Ο κόσμος έχει υποφέρει τρομερά. Ξεφορτώσου το Θεό. Αυτός δημιούγησε τον κόσμο· πες του ένα τελευταίο ευχαριστώ και ξεφορτώσου τον. Τώρα πια δεν χρειάζεται. Είναι ήδη πολύ γέρος, σχεδόν ερείπιο...

Ο Νίτσε είπε, "Ο Θεός είναι νεκρός και ο άνθρωπος είναι ελεύθερος πια". Αυτό είναι το λογικό συμπέρασμα τής δυαδικής σκέψης.»...

– ΌΣΣΟ, Νιρβάνα: Ο Τελευταίος Εφιάλτης, εκδ. Ρέμπελ.
     

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

Η ιστορία τού ζεν· #1

"Και τώρα η ιστορία, μια ιστορία πολύ απλή. Όλες οι ιστορίες τού ζεν είναι πολύ απλές. Αν τις καταλάβεις, δείχνουν κάτι. Αν δεν τις καταλάβεις δεν λένε τίποτε. Όλοι οι μεγάλοι δάσκαλοι τού κόσμου χρησιμοποίησαν την παραβολή σαν μέσο για το μήνυμά τους, επειδή η παραβολή δημιουργεί μια εικόνα. Είναι λιγότερο ιδεατή· φέρνει τα πράγματα περισσότερο προς την καρδιά. Αποκαλύπτει περισσότερα, λέει λιγότερα. Δεν χρειάζεται να τη δεις διανοητικά. Η παραβολή είναι εκεί, απόλυτα ξεκάθαρη."
    

Ο Ντάτε Τζιτόκου, ένας σπουδαίος ποιητής ουάκα,
ήθελε να κατακτήσει το ζεν.
Έχοντας αυτό στο νου του
κανόνισε μια συνάντηση
για να δει τον Εκκέι,
ηγούμενο τού Σοκόκουτζι στο Κυότο.

Ο Τζιτόκου πήγε στο δάσκαλο γεμάτος ελπίδες,
αλλά μόλις μπήκε στο δωμάτιο
δέχτηκε ένα χτύπημα.

Ξαφνιάστηκε κι αποσβολώθηκε.
Κανείς δεν είχε τολμήσει ποτέ να τον χτυπήσει,
αλλά επειδή είναι αυστηρός κανόνας τού ζεν
να μη λες και να μην κάνεις τίποτε
εκτός αν το ζητήσει ο δάσκαλος,
αποσύρθηκε σιωπηλά.

Αμέσως πήγε στον Ντοκουόν,
που ήταν διάδοχος τού Εκκέι
και του είπε ότι σκόπευε
να προκαλέσει τον Εκκέι σε μονομαχία

"Δεν μπορείς να δεις 
ότι ο δάσκαλος ήταν ευγενής μαζί σου";
είπε ο Ντοκουόν. "Ασκήσου στο ζαζέν
και θα δεις μόνος σου
τί σημαίνει αυτή του η μεταχείριση".

Για τρεις μέρες και τρεις νύχτες
ο Τζιτόκου βρισκόταν σε απελπισμένη περισυλλογή,
και τότε, ξαφνικά, βίωσε ένα εκστατικό ξύπνημα.
Το σατόρι αυτό εγκρίθηκε από τον Εκκέι.

Ο Τζιτόκου επισκέφθηκε τον Ντοκουόν
και τον ευχαρίστησε για τη συμβουλή του, λέγοντας:
"Αν δεν ήταν η σοφία σου,
δεν θα είχα ζήσει αυτήν τη μεταμόρφωση.
Κι όσο για το δάσκαλο,
το χτύπημά του δεν ήταν καν αρκετά δυνατό." 
  
ΌΣΣΟ, «Νιρβάνα: Ο Τελευταίος Εφιάλτης», εκδ. Ρέμπελ.
 

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

ΤΟ ΓΕΥΜΑ ΕΝΟΣ ΚΟΤΣΥΦΑ ΜΕ ΤΟΝ ΓΚΡΕΓΚΟΡ ΣΑΜΣΑ

   

Όταν ο Στάθης Καρατζάς ξύπνησε ένα πρωινό από κακό όνειρο, βρέθηκε στο κρεβάτι τού Γκρέγκορ Σάμσα1 μεταμορφωμένος σε γιγάντιο κότσυφα. Ήτανε ξαπλωμένος ανάσκελα, πάνω στην απαλή ράχη του που έμοιαζε με καρδιά· κι όταν σήκωνε λιγάκι το κεφάλι του μπορούσε να δει την τριχωτή μαύρη κοιλιά του. Οι δυο φτερούγες του, που ήταν εξαιρετικά μεγάλες σε σύγκριση με το υπόλοιπο κορμί του, πλατάγιζαν ανήμπορα μπροστά στα μάτια του.

Προτού καλά-καλά συνειδητοποιήσει τι του είχε συμβεί, αντιλήφθηκε τη παρουσία μιας κατσαρίδας μέσα στο δωμάτιο. Ακριβώς απέναντί του. Του προξένησε τρομερά μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι η κατσαρίδα ήταν εξίσου ογκώδης με αυτόν. Ανάμεσά τους κείτονταν ένα ανθρώπινο σώμα. Ο Στάθης υπέθεσε ότι το σώμα αυτό θα 'πρεπε να ήταν του Γκρέγκορ. Αφού βρισκόταν, μαζί με την κατσαρίδα, στο δωμάτιό του...

Η υπόθεσή του δεν άργησε να επιβεβαιωθεί. Η κατσαρίδα, παραδόξως, του μίλησε· κι εκείνος μπορούσε να την ακούσει και να την καταλάβει. – Τι παράδοξο κι αυτό! 
 
Η κατσαρίδα του είπε συγκλονιστικά πράγματα. Ότι ο Γκρέγκορ αυτοκτόνησε μέσα στη νύχτα. Από αηδία. Εξαιτίας τής εργασίας που ήταν υποχρεωμένος να κάνει. Εξαιτίας τής οικογένειάς του που τον ήθελε μόνο για να φέρνει χρήματα στο σπίτι. Και, κυρίως, εξαιτίας ενός μεγάλου έρωτα που έτρεφε για μια κοπέλα τής τάξης του και την οποία δε μπορούσε να παντρευτεί. Για διάφορους λόγους. Όμως, την αγαπούσε πολύ.

Έτσι, το σώμα του άψυχου Γκρέγκορ παρέμενε εκεί. Ακίνητο και βουβό. Ανάμεσα σε έναν κότσυφα και μια κατσαρίδα. Και η κατσαρίδα συνέχισε να μιλά στον κότσυφα και του έλεγε, επίσης, ότι ούτε η ίδια ήξερε πως βρέθηκε εκεί πέρα. Και πως το πρώτο πράγμα που θυμόταν ήταν αυτό το δωμάτιο. Το άψυχο σώμα. Και το ανοιχτό παράθυρο απέναντι. Δίπλα στο κρεβάτι. Και η κατσαρίδα, συνεχίζοντας, ξεστόμισε το εξής συνταρακτικό:

- Δεν έχω φάει εδώ και ώρες. Πεινάω πολύ. Μιας και δεν υπάρχει τίποτ' άλλο, σκεφτόμουν... Μήπως να φάμε αυτόν εδώ;

Ο κότσυφας αστραπιαία έστρεψε το κεφάλι του προς το παράθυρο. Και με βλέμμα μελαγχολικό ατένισε τον ανοιχτό ουρανό. Ήτανε τόσο όμορφα εκεί. Έξω. Σε αντίθεση με την αποπνιχτική ατμόσφαιρα του δωματίου. Μετά γύρισε απότομα προς την κατσαρίδα και της είπε – σχεδόν τραγουδώντας:

- Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά/ που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών... Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα/ στις ταράτσες παλιών σπιτιών...2 Και δε ξέρω για σένα. Αλλά εγώ αυτόν δε πρόκειται να τον ακουμπίσω. Γι' αυτό, σου λέω, θέλεις να σε πάρω στην αγκαλιά μου και να πετάξουμε έξω από 'δω; Οπουδήποτε αλλού, εκτός από 'δω, θα είναι ωραία. Θέλεις; Αρκεί να μου πεις πως θέλεις και... φύγαμε!

Η κατσαρίδα στάθηκε σκεφτική για λίγο. Κοίταζε μια τον Γκρέγκορ, μια τον Στάθη. Και στο τέλος πήρε την απόφασή της:

- Πάμε να γεννηθούμε αλλού, σου λέω. Ο χρόνος αυτός έχει πεθάνει.3

Μ.Μ.
_____________
1 Franz Kafka, «Η Μεταμόρφωση»
2 Κατερίνα Γώγου, «Τρία Κλικ Αριστερά»
3 Σταύρος Σταυρόπουλος, «Πιο νύχτα δεν γίνεται»