Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

Ένας ήσυχος δολοφόνος

      
Νοιώθω μια βρώμικη ανάσα από παντού να με κυκλώνει
Σ' ένα βαθύ μεσαίωνα βουλιάζουμε ξανά
Του κτήνους τα φερέφωνα τελετουργούνε
Οι λοβοτομημένοι προσκυνούν γονατιστά

    
Τους βλέπω απ' τις οθόνες μέσ' τη νύχτα να γαβγίζουν
Τους βλέπω στις οθόνες αγέλη από σκυλιά
Που μπήκανε στην έρημη εκκλησία και κοπρίζουν
Και δεν υπάρχει πια κανείς και δε μιλάει κανένας πια

     
Στα σκοτεινά σαλόνια των βουβών διαμερισμάτων
Μέσ' των πολυκατοικιών την ερημιά
Μακάρι να 'τανε τραγούδι, μα δεν είναι
Είν' ένα όνειρο που έρχεται συχνά
Είν' ένα όνειρο που έρχεται βουβό
Είν' ένα όνειρο που βλέπω ζωντανό
Με το μυαλό μου τους σκοτώνω έναν ένα
Με το μυαλό μου σα σκυλιά τους εκτελώ
Και ούτε λέξη ούτε κουβέντα σε κανένα
Είναι μια λύσσα που την ξέρω μόνο εγώ

     
Είμ' ένας ήσυχος αθώος δολοφόνος
Που εγκληματεί προς το παρόν με το μυαλό...

     
Στίχοι - Μουσική: Πάνος Κατσιμίχας
     

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

Δεν είναι ότι δεν σε αγαπώ

Φωτογραφία: Jung Lee
Δεν είναι ότι δεν σε αγαπώ.
     
Είναι ο ήχος που άκουσα όταν ήμουν 9 ετών και ο πατέρας μου χτύπησε την πόρτα πίσω του τόσο δυνατά που, μα τω Θεώ, ολόκληρο το σπίτι σείστηκε συθέμελα. Για τα επόμενα τρία χρόνια παρακολουθούσα την μητέρα μου να σπάει τα δόντια της σε μπουκάλια βότκας. Νομίζω ότι η αναπνοή της σταμάτησε όταν εκείνος έφυγε. Νομίζω ότι ένα κομμάτι του εαυτού της πέθανε ακριβώς εκείνη τη στιγμή του δυνατού κρότου. Νομίζω ότι απλώς πήρε την καρδιά της μαζί του όταν περπάτησε έξω από την πόρτα. Έκτοτε, υπάρχει ένα κενό στο στήθος της και δεν έχει απομείνει από αυτήν παρά ένα γκρεμισμένο χάος, ραγισμένα πλευρά και αντικαταθλιπτικά.
    
Δεν είναι ότι δεν σε αγαπώ. Είναι όλο αυτό το αίμα στο νεροχύτη. Είναι η νύχτα που πέρασα 12 ώρες έξω από μια μονάδα εντατικής θεραπείας περιμένοντας να δω αν η αδερφή μου επρόκειτο να γίνει καλά, αφότου το αγόρι που αγαπούσε της είπε ότι δεν την αγαπούσε πια. Είναι τα κλάματα, και οι λάμπες φθορισμού, και τα άσπρα αθλητικά παπούτσια και τα χλωμά πρόσωπα και οι μισοσβησμένες αναπνοές και το αίμα. Τόσο πολύ αίμα!
     
Δεν είναι ότι δεν σε αγαπώ. Είναι εκείνο το 48ωρο αϋπνίας που έπρεπε να σταθώ στην καλύτερή μου φίλη, ενώ έκλαιγε και ούρλιαζε και ξερνούσε πάνω στο στο πάτωμα του υπνοδωματίου μου επειδή ο φίλος της πήδηξε την πρώην του. Ορκίζομαι στο Θεό, τα μάγουλά της εξακολουθούν να μοιάζουν σημαδεμένα από εκείνα τα δάκρυα· σαν χαρακιές. Νομίζω ότι όταν αγαπάς κάποιον, τα σημάδια δεν φεύγουν ποτέ.
    
Δεν είναι ότι δεν σε αγαπώ. Είναι οι έξι εβδομάδες που χρειάστηκε κάποιος να αντικαταστήσει την καθηγήτριά μας στο μάθημα των Αγγλικών, διότι εκείνη την περίοδο έπαιρνε διαζύγιο και ολόκληρος ο κόσμος της είχε περιοριστεί το κρεβάτι της. Την ημέρα της επιστροφής της την θυμάμαι με ένα χαμόγελο στα χείλη. Όμως, τα χέρια της τρέμανε κάθε φορά που κρατούσε την κούπα του καφέ. Ήταν εμφανές πως κάτι είχε σπάσει μέσα της. Και, όπως λένε, το γυαλί που ραγίζει δεν ξανακολλάει. Τίποτα δεν γυρίζει πίσω στο χρόνο, για να ξαναγίνει όπως κάποτε ήταν. Πήρα "Άριστα" στα Αγγλικά εκείνη τη χρονιά. Αναρωτιέμαι, με τη σύγχυση που επικρατούσε μέσα στο κεφάλι της, αν μπόρεσε να διορθώσει έστω ένα διαγώνισμα τότε.
     
Δεν είναι ότι δεν σε αγαπώ. Είναι το ακριβώς αντίθετο.
      
[ΔΕΝ ΤΟ ΕΓΡΑΨΕ ΕΚΕΙΝΗ. ΤΟ ΕΙΧΕ ΒΡΕΙ ΚΑΠΟΥ ΠΡΙΝ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΙΧΕ ΚΡΑΤΗΣΕΙ
ΣΕ ΕΝΑ ΑΡΧΕΙΟ WORD ΣΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ ΤΗΣ. ΤΟ ΞΕΘΑΨΕ ΣΗΜΕΡΑ.
]