Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Η νεκρή βασίλισσα και η πηγή τής ζωής

   
Η ΝΕΚΡΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   
Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε κάτι αγόρια
που είχαν την εικόνα μιας Βασίλισσας μέσα στο μυαλό τους.
Κάθε αγόρι είχε τη δική του και πήγαινε όπου το πήγαινε
η εικόνα της Βασίλισσας που έπλαθε για τον εαυτό του.
Όπως πήγαιναν, λοιπόν, έρχονταν στιγμές
που άκουγαν μια φωνή μέσα τους να λέει:

Η Βασίλισσα είναι νεκρή, αγόρια
Και είναι τόσο μοναχικά πάνω σε ένα κλωνάρι δέντρου

Μα τα αγόρια συνέχιζαν την πορεία τους.
(Βλέπετε η εικόνα του μυαλού τους επικρατούσε
έναντι της φωνής που έβγαινε από μέσα τους.)
Σε ένα αγόρι όμως η εικόνα τής Βασίλισσας
άρχισε να ξεθωριάζει σιγά-σιγά.
Γιατί άρχιζε να συνειδητοποιεί δειλά-δειλά
ότι όσο περισσότερο επιθυμούσε να ακολουθεί τη Βασίλισσα
τόσο περισσότερο έφευγε από κοντά του.
Και η φωνή γινόταν ολοένα και πιο δυνατή μέσα του:

Η Βασίλισσα είναι νεκρή, αγόρια
Και είναι τόσο μοναχικά πάνω σε ένα κλωνάρι δέντρου

Μέχρι που το αδύνατο αγόρι μια μέρα κουράστηκε να ακολουθεί τα άλλα αγόρια
και τα άφησε να πάνε όπου ήθελαν να πάνε· μάλλον στο πουθενά.
Και το αγόρι ξάπλωσε να κοιμηθεί και κοιμήθηκε
και σχεδόν ναρκώθηκε από τον ύπνο· σα να έπεσε σε κώμα.
Και μέσα στον ύπνο του έβλεπε όνειρα. Άσχημα όνειρα.
Έβλεπε τον εαυτό του να κλαίει και να μονολογεί:

Κι έτσι, έλεγξα όλα τα εγγεγραμμένα ιστορικά γεγονότα
Και έπαθα σοκ από ντροπή ανακαλύπτοντας
Πως είμαι ο 18ος χλωμός απόγονος
Κάποιας γριάς βασίλισσας ή άλλης

Και τα όνειρα γίνονταν όλο και πιο εφιαλτικά.
Τόσο που το αγόρι δε μπορούσε μέσα στον βαθύ του ύπνο
να τα ξεχωρίσει από την πραγματικότητα.
Ένιωθε παγιδευμένο μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας
και δεν ήξερε σε ποια από τις δυο καταστάσεις βρισκόταν τελικά.
Και σε άλλα όνειρα έβλεπε πάλι να μονολογεί:

Έτσι, κατέρρευσα μέσα στο παλάτι
Με ένα σφουγγάρι κι ένα σκουριασμένο ξυράφι
Εκείνη είπε: «Έι, σε ξέρω, και δεν μπορείς να τραγουδήσεις»
Εκείνος είπε: «Αυτό δεν είναι τίποτα – θα έπρεπε να με ακούσεις να παίζω πιάνο»

Μέχρι που το αγόρι στον πιο βαθύ του ύπνο άκουσε ξαφνικά
αυτή τη φωνή που είχε ακούσει κι άλλοτε και το είχε πείσει
με έναν μυστήριο τρόπο να σταματήσει να ακολουθεί τα άλλα αγόρια.
Και η αλλόκοτη φωνή σα να του ψιθύρισε στον πιο βαθύ του ύπνο:

Μπορούμε να πάμε για έναν περίπατο εκεί όπου είναι ήσυχα και στεγνά
Και να μιλήσουμε για πολύτιμα πράγματα
Όπως η αγάπη και ο νόμος και η φτώχεια
Ω, αυτά είναι τα πράγματα που με σκοτώνουν
   
 
Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
 
Και το αγόρι, ξαφνικά, χάρη στη δύναμη της φωνής
άνοιξε τα μάτια του για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό.
Και είδε κάτι που δεν είχε ξαναδεί. Παρά μόνο το φανταζόταν.
Μια θηλυκιά αιθέρια μορφή, σχεδόν γυμνή, και πονεμένη
με ημισπασμένα ματωμένα φτερά να τον κοιτά με δυο μάτια
υπέροχα, ατίθασα, αγέρωχα, πανέμορφα, μα κάπως φοβισμένα.
Η Νεράιδα πήρε το αγόρι από το χέρι, το αγκάλιασε,
το φίλησε, χωρίς εκείνο να φοβηθεί ούτε στιγμή, και του είπε:

Μπορούμε να πάμε για έναν περίπατο εκεί όπου είναι ήσυχα και στεγνά
Και να μιλήσουμε για πολύτιμα πράγματα
Εκτός από τη βροχή που ισοπεδώνει τα φτερά μου...
Ω, αυτά είναι τα πράγματα που με σκοτώνουν 

Και η Νεράιδα οδήγησε το αγόρι μέσα σε ένα δάσος,
το σπίτι της, που άρχισε να το νιώθει και δικό του σπίτι.
"Ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων"· αυτό ήταν το όνομά του.
Και η Νεράιδα του μιλούσε με τα μάτια κι έλεγε:
«Αγόρι με το όμορφο πρόσωπο ήρθε η ώρα να σου πω μια ιστορία.
Κοίταξέ με βαθιά μέσα στα μάτια και πες μου δυο λόγια όμορφα, αληθινά,
να τα ακούσω –που τα έχω τόσο ανάγκη– και σου τη λέω:

Σε αυτόν τον κόσμο κάποτε δεν υπήρχανε βασίλισσες
και αφέντες να κυριαρχούν, να βιάζουν και να κυνηγάνε.
Παρά μόνο νεράιδες, με αληθινά φτερά, και άνθρωποι να τις αγαπάνε.
Και τα δάση, σαν αυτό που βλέπεις, ήταν άλλοτε πολύ πιο όμορφα
με ρίζες και κλαδιά και δέντρα που έφταναν μέχρι τον ουρανό.
Μα η εποχή των νεράιδων έφτανε στο τέλος της
και οι άνθρωποι σταμάτησαν σιγά-σιγά να τις τιμάνε.
Και άρχισαν να κόβουν ένα-ένα τα δέντρα τα ψηλά
και άρχισαν να σπάνε τα κλαδιά και τα κλωνάρια τα τρυφερά
μέχρι που η αγριότητα επικράτησε ολοκληρωτικά.
Και ήταν τότε που εμφανίστηκαν οι πρώτες βασίλισσες και οι πρώτοι αφεντάδες
και εξόρισαν όσες νεράιδες άντεξαν και απέμειναν σε αυτόν τον ρημαγμένο τόπο.
Και τους σπάσαν τα φτερά για να μη μπορούν να πετάνε ελεύθερες, όπως παλιά,
και τις έριξαν στο μαύρο χώμα. Να υποφέρουνε και να πονάνε.
Και από τότε, νεράιδες σαν και μένα, βαδίζουμε στα σκοτεινά
και ψάχνουμε για αγόρια που κάτι μέσα τους τα κάνει ακόμη να αγαπάνε.
Και τα βρίσκουμε τα αγόρια αυτά, σαν κι εσένα, τα βάζουμε στην αγκαλιά μας
τους δίνουμε λίγη ζωή ακόμα και μετά με όσα μπορούσαμε να τους πούμε
τα κάνουμε να προσπαθούν και να προχωρούν
κρατώντας για φυλαχτό τη φωνή των ματιών μας στην καρδιά τους.»

Και η Νεράιδα σταμάτησε να αφήγειται την ιστορία
και το αγόρι δάκρυσε και έκλαψε και την αγάπησε τη Νεράιδα,
όπως δε φανταζόταν ούτε γνώριζε ότι μπορούσε να αγαπήσει. Έτσι.
Και το αγόρι φίλησε τη Νεράιδα στο στόμα κι ύστερα εκείνη το χαιρέτησε
και χώθηκε ξανά βαθιά στο δάσος. Και το αγόρι αναρωτήθηκε:

Ω, αυτός ο κόσμος άλλαξε ή εγώ άλλαξα εαυτό;
Ω αυτός ο κόσμος άλλαξε, ή εγώ άλλαξα εαυτό;

Και το αγόρι προσπαθεί και προχωρά χωρίς άλλες βασίλισσες και κάθε λογής αφέντες,
κρατώντας τα μάτια της Νεράιδας στην καρδιά και μιλώντας πλέον με άλλον αέρα·
αυτόν που η πνοή της του έδωσε φιλώντας το στο στόμα.
Και το αγόρι τώρα πια μπορεί να διακρίνει καθαρά
πώς βασίλισσες πολλές μπορεί να βλέπει· μα ξέρει πως μέσα τους είναι όλες νεκρές.
Γιατί κάθε ζωντανή βασίλισσσα είναι νεκρή.
Ενώ κάθε σκοτωμένη νεράιδα είναι μια ρίζα.
Η ίδια η πηγή τής ζωής.
Και το αγόρι γυρίζει σε αυτόν τον ρημαγμένο τόπο αδιαφορώντας για τα αφεντικά
και αναζητώντας κορίτσια που κάθονται χαμηλά, αδύναμα, χλωμά και χτυπημένα.
Από βασίλισσες, βιαστές, κυνηγούς και κάθε λογής αφεντάδες.
Και το αγόρι, όπου βρεθεί κι όπου σταθεί, ένα έχει να πει και το φωνάζει:

Η ζωή είναι μεγάλη, άμα είσαι μόνος.
Η ζωή είναι μεγάλη, άμα είσαι μόνος.
Η ζωή είναι μεγάλη, άμα είσαι μόνος.
Η ζωή είναι μεγάλη, άμα είσαι μόνος.

Όμως το αγόρι αυτό δε νιώθει άλλο μόνο.
Γιατί μπορεί να πονά, μπορεί να πολεμά, μπορεί και να χάνει·
όμως μέσα του βαθιά πάντα ξέρει και ποτέ δεν ξεχνά
πως, κάπου, σε ένα παρθένο ματωμένο δάσος υπάρχει η Νεράιδα
που γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει μαζί με σκοτωμένους φίλους.
Και ξέρει πως κάποτε θα έρθει η στιγμή που θα ακούσει και πάλι εκείνη τη φωνή
να βγαίνει από τα σπλάχνα του και να τον κάλει να πάει να τη βρει
στο δάσος που τόσο πολύ αγαπά, όπως κι εκείνη.
Μόνο και μόνο για να μείνει κοντά της, να την κρατάει αγκαλιά και να της τραγουδά.

Σε μια άλλη εποχή που καμιά βασίλισσα, κανένας βιαστής, κανένας κυνηγός
και κανένας αφέντης δε θα έχουν πάνω τους την παραμικρή εξουσία.
Ούτε σε κείνον και πιο πολύ σε κείνη.
Αφού θα βρίσκονται μαζί. Αγκαλιά.
Δίχως ζωή. Και δίχως θάνατο.
Τίποτα να μη μπορεί και να μη τους χωρίζει.

Μ.Μ.
    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου