Όταν
ο Στάθης Καρατζάς ξύπνησε ένα πρωινό
από κακό όνειρο, βρέθηκε στο κρεβάτι
τού Γκρέγκορ Σάμσα1
μεταμορφωμένος σε γιγάντιο κότσυφα.
Ήτανε ξαπλωμένος ανάσκελα, πάνω στην
απαλή ράχη του που έμοιαζε με καρδιά·
κι όταν σήκωνε λιγάκι το κεφάλι του
μπορούσε να δει την τριχωτή μαύρη κοιλιά
του. Οι δυο φτερούγες του, που ήταν
εξαιρετικά μεγάλες σε σύγκριση με το
υπόλοιπο κορμί του, πλατάγιζαν ανήμπορα
μπροστά στα μάτια του.
Προτού
καλά-καλά συνειδητοποιήσει τι του είχε
συμβεί, αντιλήφθηκε τη παρουσία μιας
κατσαρίδας μέσα στο δωμάτιο. Ακριβώς
απέναντί του. Του προξένησε τρομερά
μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι η κατσαρίδα
ήταν εξίσου ογκώδης με αυτόν. Ανάμεσά
τους κείτονταν ένα ανθρώπινο σώμα. Ο
Στάθης υπέθεσε ότι το σώμα αυτό θα
'πρεπε να ήταν του Γκρέγκορ. Αφού
βρισκόταν, μαζί με την κατσαρίδα, στο
δωμάτιό του...
Η
υπόθεσή του δεν άργησε να επιβεβαιωθεί.
Η κατσαρίδα, παραδόξως, του μίλησε· κι
εκείνος μπορούσε να την ακούσει και να
την καταλάβει. – Τι παράδοξο κι αυτό!
Η
κατσαρίδα του είπε συγκλονιστικά
πράγματα. Ότι ο Γκρέγκορ αυτοκτόνησε
μέσα στη νύχτα. Από αηδία. Εξαιτίας τής
εργασίας που ήταν υποχρεωμένος να κάνει.
Εξαιτίας τής οικογένειάς του που τον
ήθελε μόνο για να φέρνει χρήματα στο
σπίτι. Και, κυρίως, εξαιτίας ενός μεγάλου
έρωτα που έτρεφε για μια κοπέλα τής
τάξης του και την οποία δε μπορούσε να
παντρευτεί. Για διάφορους λόγους. Όμως,
την αγαπούσε πολύ.
Έτσι,
το σώμα του άψυχου Γκρέγκορ παρέμενε
εκεί. Ακίνητο και βουβό. Ανάμεσα σε έναν
κότσυφα και μια κατσαρίδα. Και η κατσαρίδα
συνέχισε να μιλά στον κότσυφα και του
έλεγε, επίσης, ότι ούτε η ίδια ήξερε πως
βρέθηκε εκεί πέρα. Και πως το πρώτο
πράγμα που θυμόταν ήταν αυτό το δωμάτιο.
Το άψυχο σώμα. Και το ανοιχτό παράθυρο
απέναντι. Δίπλα στο κρεβάτι. Και η
κατσαρίδα, συνεχίζοντας, ξεστόμισε το
εξής συνταρακτικό:
-
Δεν έχω φάει εδώ και ώρες. Πεινάω πολύ.
Μιας και δεν υπάρχει τίποτ' άλλο,
σκεφτόμουν... Μήπως να φάμε αυτόν εδώ;
Ο
κότσυφας αστραπιαία έστρεψε το κεφάλι
του προς το παράθυρο. Και με βλέμμα μελαγχολικό
ατένισε τον ανοιχτό ουρανό. Ήτανε τόσο
όμορφα εκεί. Έξω. Σε αντίθεση με την
αποπνιχτική ατμόσφαιρα του δωματίου.
Μετά γύρισε απότομα προς την κατσαρίδα
και της είπε – σχεδόν τραγουδώντας:
-
Εμένα
οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά/ που
κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων
σπιτιών...
Εμένα
οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα/
στις ταράτσες παλιών σπιτιών...2
Και δε ξέρω για σένα. Αλλά εγώ αυτόν δε
πρόκειται να τον ακουμπίσω. Γι' αυτό,
σου λέω, θέλεις να σε πάρω στην αγκαλιά
μου και να πετάξουμε έξω από 'δω; Οπουδήποτε
αλλού, εκτός από 'δω, θα είναι ωραία.
Θέλεις; Αρκεί να μου πεις πως θέλεις
και... φύγαμε!
Η
κατσαρίδα στάθηκε σκεφτική για λίγο.
Κοίταζε μια τον Γκρέγκορ, μια τον Στάθη.
Και στο τέλος πήρε την απόφασή της:
-
Πάμε
να γεννηθούμε αλλού, σου λέω. Ο χρόνος
αυτός έχει πεθάνει.3
Μ.Μ.
_____________
1 Franz Kafka, «Η
Μεταμόρφωση»
2
Κατερίνα Γώγου, «Τρία Κλικ Αριστερά»
3
Σταύρος Σταυρόπουλος, «Πιο νύχτα δεν
γίνεται»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου