Ο Ρωτόκριτος τραγουδεί για την Αρετούσα |
[ ΠΡΟΣΩΠΟ οπού μιλεί:
Φροσύνη, Νένα τής Αρετούσας. (Α 641-644,
905-908) ]
πάντά
'ναι ο νους τση στα βαθιά, πάντα στα
μπερδεμένα
και
πάντα στα θολά νερά κ' εις τ' ανεκατωμένα·
το
λαγουτάρη ανεζητά, του τραγουδιού
θυμάται
και
το βιβλίον εσφάλισε, το ξόμπλι τση
απαρνάται.
[...]
Μα
εγώ θωρώ κ' ερίζωσε κι αφορμισμένη σ'
έχει·
σ'
κάψα μεγάλη βρίσκεσαι κ' εσύ θαρρείς
πως βρέχει.
Πώς
είν' και πεθυμάς να δης ένα που δεν
κατέχεις
κ'
έτοιο μεγάλο λογισμό κ' έτοια λαχτάραν
έχεις;
[ ΠΡΟΣΩΠΟ οπού μιλεί:
Αρετούσα, Βασιλιοπούλα. (Α 1621-1642) ]
Κι
αν πρώτας τον αγάπησα, δίχως να τον
κατέχω,
εδά
διπλά και τρίδιπλα μες στην καρδιά τον
έχω.
Και
πώς είν' μπορετό να βγω από τα πάθη πού
'μαι,
αν
είναι πάντα μετά με, ξύπνου κι όντε
κοιμούμαι;
Εσένα
φαίνουνται εύκολα, γιατί δεν είσαι εις
τούτα
και
δεν ψηφάς τες ομορφιές, τραγούδια ουδέ
λαγούτα,
μα
οπού ‘ναι μέσα στη φωτιά κατέχει ίντά
‘ναι η βράση
κι
ουδέ κιαμιά άλλη το γροικά, α δεν το
δοκιμάση.
Παιγνίδι
μάσε φαίνεται, το δούμε φουσκωμένη
από
μακρά τη θάλασσα κι άγρια και θυμωμένη
με
κύματα άσπρα και θολά, βρυγιά ανακατωμένα,
και
τα χαράκια όντε κτυπούν κι αφρίζουν
έναν ένα
και
το καράβι αμπώθουσι με μάνητα μεγάλη
στη
φουσκωμένη θάλασσα σε μια μερά κ’ εις
άλλη
κ’
εκείνους τσ’ ανακατωμούς και ταραχές
γροικούμε
και
δίχως φόβο από μακρά γελώντας τσι
θωρούμε·
μα
κείνος που στα βάθη της είναι και
κιντυνεύγει
και
να γλυτώση απ’ τη σκληρά ξετρέχει και
γυρεύγει,
αυτός
κατέχει να σου πη κι απόκριση να δώση
ίντά
‘ναι ο φόβος του γιαλού, αν είναι και
γλυτώση,
και
των κυμάτω ο πόλεμος και των ανέμω η
μάχη,
και
δε γνωρίζει το κακό κιανείς, α δεν του
λάχη.
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου