“Καί
με θεὰ πρόφρων ὑπεδέξατο, χεῖρα δὲ
χειρί
δεξιτερὴν
ἕλεν, ὧδε δ΄ ἔτος φάτο καί με προσηύδα·
ὦ
κοῦρ΄ ἀθανάτοισι συνάορος ἡνιόχοισιν,
ἵπποις
ταί σε φέρουσιν ἱκάνων ἡμέτερον δῶ,
χαῖρ΄,
ἐπεὶ οὔτι σε μοῖρα κακὴ προὔπεμπε
νέεσθαι
τήνδ΄
ὁδόν -ἦ γὰρ ἀπ΄ ἀνθρώπων ἐκτὸς πάτου
ἐστίν-,
ἀλλὰ
θέμις τε δίκη τε. Χρεὼ δέ σε πάντα
πυθέσθαι
ἠμέν
Ἀληθείης εὐκυκλέος ἀτρεμὲς ἦτορ
ἠδὲ
βροτῶν δόξας, ταῖς οὐκ ἔνι πίστις
ἀληθής.
Ἀλλ΄
ἔμπης καὶ ταῦτα μαθήσεαι, ὡς τὰ
δοκοῦντα
χρῆν
δοκίμως εἶναι διὰ παντὸς πάντα περῶντα.”
[
Κι η θεά με καλοδέχτηκε, πήρε το χέρι το
δεξί μου
στο
δικό της και με τούτα τα λόγια με
προσφώνησε:
«Καλώς
όρισες, νέε, εσύ που έρχεσαι στο σπίτι
μου συνοδεμένος
από
αθάνατους ηνίοχους, με τ’ άλογα που σε
κουβαλούν.
Δε
σ’ έβαλε μοίρα κακή σ’ αυτό τον δρόμο,
που τόσο μακριά
είναι
απ’ των ανθρώπων τα βήματα,
αλλά
η δικαιοσύνη. Πρέπει όλα να τα μάθεις,
την
ήσυχη καρδιά της στρογγυλής Αλήθειας
και
τις ιδέες των θνητών τις ψεύτικες.
Αλλά
θα μάθεις και πώς πρέπει να ‘ναι οι
γνώμες των ανθρώπων
για
να έχουν βάση και να διαπερνούν τα
πάντα».
]
Παρμενίδης,
«Περὶ
φύσεως»,
Προοίμιον,
στ. 22-32
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου