Ήθελα μόνο ένα δέντρο να είχα γεννηθεί.
Να στέκουν στη σκιά μου τα πουλιά.
Να στέκουν στα κλαδιά μου τα πουλιά.
Να τραγουδάνε της αγάπης τη γιορτή.
Να τραγουδάνε.
ΒΡΙΣΚΕΣΑΙ ΣΕ ΥΠΕΡΕΝΤΑΣΗ. Νιώθεις τη συγκίνηση. Το αίμα κυλάει δυνατά στις φλέβες σου. Όπως τα νερά της παλίροιας κυλιούνται και χύνονται πάνω στην αμμουδιά. Υπό την επήρεια τής Νέας Σελήνης. Έχεις περάσει ώρες ολόκληρες. Μέσα στη νύχτα. Όλη τη νύχτα. Γράφοντας. Γραφόμενος. Γραμμένος. Κι έχεις γεμίσει αρκετές σελίδες. Με λέξεις βγαλμένες από ποίηση και μαγεία.
ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΠΑΣ να κοιμηθείς. Ξάφνου! Ακούς από έξω ένα όργιο λυρικών ασμάτων από ποιητές που κρέμονται πάνω σε χλωρά κλαδιά και γυμνά καλώδια. Οι άνθρωποι τούς έχουν ονομάσει κότσυφες. Αυτούς τους μεγάλους υμνητές της φύσης. Που και που ακούγονται κάτι σκυλιά. Από μακριά. Άγρυπνοι φύλακες τών ανθρώπων. Κι οι πρώτες μηχανές των τροχοθανατηφόρων οχημάτων έχουν ήδη ζεσταθεί. Και χάνονται μες στους δρόμους. Αυτής της απάνθρωπα οργανωμένης κοινωνίας.
Κοίτα πως χάνονται οι δρόμοι
μες στους ανθρώπους...*
ΕΝΩ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ. Παρόλα αυτά. Ακόμα άδουν. Κι εγώ δεν μπορώ να κλείσω μάτι. Τελικά το παιχνίδι του ύπνου είναι πουλημένο. Και αυτό.
ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ ΕΙΝΑΙ να τα έχεις περάσει όλα αυτά; Τα μηδαμινά; Κι ακόμα να συγκινείσαι; Όποιος δεν μπορεί να με νιώσει. Έστω και λίγο. Όποιος δεν μπορεί να ξενυχτήσει. Για δυο μάτια μονάχα. Διαβάζοντας ποίηση και γράφοντας. Όποιος δεν μπορεί να ακούσει το τραγούδι τού κότσυφα. Και να συγκινηθεί από αυτό. Έχει χάσει τη ζωή μες από τα μάτια του. Για αυτόν δεν έχω άλλες λέξεις. Όλες μου τις λέξεις. Τις δίνω στον κότσυφα. Και στη σελήνη. Στη γυναίκα. Και στον άνθρωπο. Πουθενά αλλού. Μέσα μου τραγουδώ. Όταν χαράζει. Ο πρώτος στεναγμός. Βγαίνει από τα πιο σφιγμένα χείλη.
ΚΑΙ ΜΟΛΙΣ ΧΑΡΑΞΕ. Η πρώτη αχτίδα φωτός σκάει στο πρόσωπό μου. Είδα το φως το αληθινό. Και λέω καληνύχτα.
ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΠΑΣ να κοιμηθείς. Ξάφνου! Ακούς από έξω ένα όργιο λυρικών ασμάτων από ποιητές που κρέμονται πάνω σε χλωρά κλαδιά και γυμνά καλώδια. Οι άνθρωποι τούς έχουν ονομάσει κότσυφες. Αυτούς τους μεγάλους υμνητές της φύσης. Που και που ακούγονται κάτι σκυλιά. Από μακριά. Άγρυπνοι φύλακες τών ανθρώπων. Κι οι πρώτες μηχανές των τροχοθανατηφόρων οχημάτων έχουν ήδη ζεσταθεί. Και χάνονται μες στους δρόμους. Αυτής της απάνθρωπα οργανωμένης κοινωνίας.
Κοίτα πως χάνονται οι δρόμοι
μες στους ανθρώπους...*
ΕΝΩ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ. Παρόλα αυτά. Ακόμα άδουν. Κι εγώ δεν μπορώ να κλείσω μάτι. Τελικά το παιχνίδι του ύπνου είναι πουλημένο. Και αυτό.
ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ ΕΙΝΑΙ να τα έχεις περάσει όλα αυτά; Τα μηδαμινά; Κι ακόμα να συγκινείσαι; Όποιος δεν μπορεί να με νιώσει. Έστω και λίγο. Όποιος δεν μπορεί να ξενυχτήσει. Για δυο μάτια μονάχα. Διαβάζοντας ποίηση και γράφοντας. Όποιος δεν μπορεί να ακούσει το τραγούδι τού κότσυφα. Και να συγκινηθεί από αυτό. Έχει χάσει τη ζωή μες από τα μάτια του. Για αυτόν δεν έχω άλλες λέξεις. Όλες μου τις λέξεις. Τις δίνω στον κότσυφα. Και στη σελήνη. Στη γυναίκα. Και στον άνθρωπο. Πουθενά αλλού. Μέσα μου τραγουδώ. Όταν χαράζει. Ο πρώτος στεναγμός. Βγαίνει από τα πιο σφιγμένα χείλη.
ΚΑΙ ΜΟΛΙΣ ΧΑΡΑΞΕ. Η πρώτη αχτίδα φωτός σκάει στο πρόσωπό μου. Είδα το φως το αληθινό. Και λέω καληνύχτα.
ΥΓ. ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΖΩΗ. Αν υπάρχει επόμενη ζωή. Όπως και τωρινή. Επιθυμώ να μετενσαρκωθώ σε έναν κότσυφα.
Μ.Μ.
* Κατερίνα Γώγου, «Ιδιώνυμο»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου