Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Χίλια η καρδιά και πλιότερα...

Απεικόνιση τού Ποιητή
    
[ ΠΟΙΗΤΗΣ: (Α 113-130, 1073-1088) ]

Ουδέ γεράκια, ουδέ σκυλιά, ουδ' άλογα εμπορούσα
τον πόθο ν' αλαφρώσουσι, που 'χε στην Αρετούσα
μα πάντα ο νους κι ο λογισμός ήτονε μετά κείνη·
λίγο νερό ποτέ φωτιά μεγάλη δεν εσβήνει,
μάλλιος την ξάφτει και κεντά και βράζει και πληθαίνει
κ' είδαμε την αναλαμπή όντε νερό τη γραίνει.
Έτσι κι αυτός ότι έκαμε την παίδα ν' αλαφρύνη
και να 'βρη αέρα και δροσά, πλιά ανάφτει το καμίνι.
Τη νιότη τού 'διδε ζιμιό κ' επλήθαινε ο καημός του·
το ξέτρεχε για γιατρικό, ήτον αντίδικός του.
Όπου είχε δει όμορφο δέντρο, με τ' άνθη στολισμένο:
«Είν' τσ' Αρετούσας το κορμί, τ' ομορφοκαμωμένο»·
όπού 'χε δει τα λούλουδα τα κοκκινοβαμμένα,
ήλεγε: «Έτσι είν' τα χείλη τση και τση κεράς μου εμένα».
Όντεν εγροίκα του αηδονιού πώς κιλαδώντας κλαίγει,
του εφαίνετο πως τον πονεί και μοιρολόγι λέγει.
[...]
Ωσά ζαβός και πελελός πάντά ‘στεκε κ’ εθώρει
τον τόπο όπου επορεύγετον η πλουμισμένη κόρη
κ’ εξόμπλιαζε καθημερνό εις την καρδιά του μέσα
κείνες τσι τόσες ομορφιές οπού τον επλανέσα.
Τα μάτια δεν καλοθωρού στο μάκρεμα του τόπου,
μα πλιά μακρά και πλιά καλά θωρεί η καρδιά τ’ αθρώπου·
εκείνη βλέπει στα μακρά και στα κοντά γνωρίζει
και σ’ ένα τόπο βρίσκεται κ’ εισέ πολλούς γυρίζει.
Τα μάτια, να ‘ναι κι ανοιχτά, τη νύκτα δε θωρούσι·
νύκτα και μέρα της καρδιάς, τα μάτια συντηρούσι.
Χίλια μάτιά ‘χει ο λογισμός, μερόνυχτα βιγλίζου·
χίλια η καρδιά και πλιότερα κι ουδεποτέ σφαλίζου.
Μακρά ‘τον ο Ρωτόκριτος από την Αρετούσα·
τα μάτια που ‘χε στην καρδιά πάντα την εθωρούσα.
Εθώρειε τη που βρίσκουντο ταχύ, νύκτα, αποσπέρα,
μ’ όλο που δεν την ήβλεπε με μάτια την ημέρα.
 
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...]
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου