Η γέννηση τής Αρετούσας |
[ ΠΡΟΣΩΠΟ
οπού μιλεί: Ερωτόκριτος, αγαπητικός τής
Αρετούσας.
(Α 297-316, 331-346) ]
(Α 297-316, 331-346) ]
Αρχή
ήτονε πολλά μικρή κι άφαντη δίχως άλλο,
μα
το μικρό με τον καιρόν εγίνηκε μεγάλο·
ελόγιασα
να τη θωρώ κι ώς τη θωριά να σώνω
και
μετά κείνη να περνώ και να μηδέν ξαπλώνω·
κι
αγάλια-αγάλια η πεθυμιά μ’ έβανεν εις
τα βάθη,
κ’
ήκαμε ρίζες και κλαδιά, βλαστούς και
φύλλα κι άθη·
κ’
επλήθαινε την πεθυμιά το πελελό μου
αμμάτι
κ’
ήρχιζε κ’ εστρατάριζε κ’ εσιγανοπορπάτει.
Το
σιγανό με τον καιρό προθυμερόν εγίνη
κ’
ήβαν’ ο Έρωτας κρουφά τα ξύλα στο καμίνι.
Κι
ωσάν από μικρόν αυγό πουλί μικρόν
εβγαίνει,
τρεμουλιασμένο
κι άφαντο και με καιρό πληθαίνει,
κάνει
κορμί, κάνει φτερά, καθ’ ώρα μεγαλώνει
και
πορπατεί, χαμοπετά, φτερούγια του
ξαπλώνει,
κι
απ’ άφαντο κι από μικρό που ‘τον, όντεν
εφάνη,
κορμί,
φτερά και δύναμη και μεγαλότη κάνει,
το
ίδιο εγίνη κ’ εις εμέ, στην άπραγή μου
νιότη:
αρχή
μικρή κι αψήφιστη ήτον από την πρώτη,
μα
εδά ‘χει τόση δύναμη κ’ έτσι μεγάλη
εγίνη,
οπού
μου πήρε την εξά και δίχως νου μ’ αφήνει.
[…]
μια
κάποια λίγη πεθυμιά εσήκωσε το νου μου
και
δυο φτερούγες ήκαμε μέσα του λογισμού
μου:
τούτες
την πεθυμιά πετού, στον ουρανό την πάσι
κι
όσο σιμώνου τση φωτιάς, τσι καίγει εκείν’
η βράση,
και
πάραυτας γκρεμνίζομαι, απείς φτερά δεν
έχω,
γιατί
ήφηκα τα χαμηλά και τα ψηλά ξετρέχω·
και
πάλι εκείνη η πεθυμιά δε θέλει να μου
λείψη,
πάραυτας
κάνω άλλα φτερά, πάλι πετώ στα ύψη·
και
πάλι βρίσκω τη φωτιά, πάλι ξανακεντά με
κι
απ’ τα ψηλά που βρίσκομαι με ξαναρίχτει
χάμαι·
κι
όσες φορές εις τα ψηλά σώσω, φωτιές
ευρίσκω
και
καίγουνται οι φτερούγες μου και πέφτω
και βαρίσκω.
Και
τούτη η πεθυμιά η λωλή πετώντας μέ
πειράζει
και
πάγει τσι φτερούγες μου εις τη φωτιά,
όντε βράζη·
κι
ώστε όπου να ‘μαι ζωντανός, παίδαν έχω
μεγάλη:
μαγάρι
να μ’ ολόκαψε, να μ’ έκαμεν αθάλη.
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου