Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

Στο παραθύρι η Αρετή ήστεκε...

Συνάντηση στη σιδερή θυρίδα
   
[ ΠΟΙΗΤΗΣ: (Β 1249-1258. Γ 567-590, 599-600) ]
   
Την ώρα που ο Αυγερινός πασίχαρος προβαίνει
κι από της γης το πρόσωπον η σκοτεινάγρα βγαίνει
και τα πουλιά χαμοπετού κι αναγαλλιούσιν ούλα
κ' έχουν εις τα φτερούγια τως πάχνη από τη δροσούλα
(ποιο κάθεται σ' χλωρό κλαδί, ποιο σ' δέντρο, ποιο σ' χαράκι
και το σκοπό του κιλαδεί κάθε λογής πουλάκι,
και με τη σιγανή λαλιά τον ήλιο προσκαλούσι
και πεθυμούσι γλήγορα να βγη, να τόνε δούσι)
η Αρετή εσηκώθηκε, το παραθύρι ανοίγει
και την αυγή τη λαμπυρή με τη χαρά ξανοίγει.
    
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός, να μιληθούν τα πάθη
και ο εις τ' αλλού τως τα κουρφά ν' ακούση και να μάθη.
Στο παραθύρι η Αρετή ήστεκε κι ανιμένει·
το σκότος κείνο δε δειλιά, ύπνος δεν τη βαραίνει·
δίχως φωτιά ήτον εδεκεί φοβώντας μην περάση
κιανείς και δη αντιλάρισμα και το κακό λογιάση.
Στη σκοτεινάγρα εκάθουντο κ' η νένα την αφήνει·
για τότες δεν ηθέλησε να στέκη μετά κείνη.
Ήσωσεν ο Ρωτόκριτος στου σιταριού το σπίτι
και ποια μεριά είν' πλιά χαμηλή, γνωρίζει και θωρεί τη,
και μ' όλο οπού 'τον δύσκολη στ' ανέβασμα, αντρειεύτη
πολλά πιδέξα ανέβηκε, χαλίκι σκιάς δεν πέφτει.
Ετούτον είναι φυσικό κεινών οπ' αγαπούσι:
εις έτοιες χρείες σα λάχουσι, πουλιώ φτερά βαστούσι.
Εσίμωσε ο Ρωτόκριτος, στο παραθύρι απλώνει
κι αγαληνά και σιγανά ποιος είναι φανερώνει.
Με ταπεινότη η Αρετή τρέμοντας πιλογάται,
με μια φωνή έτσι δαμινή, που δεν καλογροικάται.
Εφανερώσαν το κ' οι δυο πως είναι εκεί σωσμένοι
κι απόκει στέκου σα βουβοί κ' η γλώσσα τως σωπαίνει.
Ήτρεμ' εκεινη σ' μια μεριά κ' εκείνος εις την άλλη
κι ο γεις τον άλλο ενίμενε την εμιλιά να βγάλη·
μιαν ώρα εστέκα αμίλητοι και τα πολλά οπού χώνα,
εχάσαν τα, σου φαίνεται, την ώρα που εσιμώνα.
Δεν είχαν την αποκοτιά στα θέλου να μιλήσου,
δεν ξεύρουν από ποια μερά τα πάθη τως ν' αρχίσου.
[...]
και θέλοντας να πουν πολλά, τα λίγα δε μπορούσι·
το στόμα τως εσώπαινε, με την καρδιά μιλούσι.
 
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...]
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου