Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

«Μη πεις τίποτα»!

 
Ποιος δεν έχει δει στη φαντασία του, κοιτώντας τον ουρανό του ηλιοβασιλέματος, τους Κήπους των Εσπερίδων και τα θεμέλια όλων αυτών των μύθων;

– ΧΕΝΡΙ ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΘΟΡΟ

*

ΕΚΕΙΝΟΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣΕ ΣΤΟΥΣ πρόποδες του βουνού. Τα απογεύματα συνήθιζε να τριγυρνάει στο δάσος και να ψάχνει για κότσυφες. Του άρεσε απλώς να κάθεται και να τους ακούει. Μερικές φορές, κοιτούσε ενδιάμεσα από τα φυλλώματα των δέντρων ψηλά προς τη κορυφή τού βουνού. Φαινόταν πελώριο και με το μυαλό του το έκανε ακόμη πιο μεγάλο. Νόμιζε πως η άκρη του έσχιζε τον ίδιο τον ουρανό! Αναρωτιόταν τί θα μπορούσε να βρίσκεται πίσω από αυτό.
 
Εκείνη κατοικούσε στους πρόποδες του βούνου. Από τη πίσω πλευρά, όπως το κοίταζε το αγόρι. Πάνω-κάτω, η ζωή της κυλούσε παρόμοια με του αγοριού. Έξω από την πόλη ξεκινούσε το δικό της δάσος. Συχνά κρυβόταν εκεί για πολλές ώρες. Από ό,τι θα μπορούσε να την απειλήσει. Της άρεσε να αναζητά και να μελετά μανιτάρια. Δεν ήξερε, όμως, πως ό,τι θα μπορούσε να την απειλήσει βρισκόταν επίσης στο δάσος. Αρχικά δίσταζε μέχρι που, δειλά-δειλά, αναρωτιόταν τί θα μπορούσε να βρίσκεται από τη πίσω πλευρά τού πελώριου πέτρινου όγκου. Και τον κοίταζε με δέος.
 
ΏΣΠΟΥ ΜΙΑ ΜΕΡΑ το πήρε απόφαση. Θα εξερευνούσε το ίδιο το βουνό και θα έφτανε στην κορυφή του! Μόνο και μόνο για να δει τον ορίζοντα πέρα από αυτό. Αν υπήρχε πραγματικά. Πήρε τα απαραίτητα εφόδια και ξεκίνησε το ταξίδι.
 
Επιτέλους, έβλεπε κορυφή! Η ορειβασία ήταν πολύ κουραστική, αλλά όσο σκεφτόταν ότι σε λίγο θα πατούσε στο πιο ψηλό σημείο τού βουνού ξεχνούσε τον κόπο και όλα τα αρνητικά που τον συνόδευαν. Όσο πλησίαζε προς τα πάνω τόσο η φαντασία οργίαζε για το τί θα μπορούσε να βρισκόταν εκεί· και πέρα από εκεί. Μόνο που τελικά δεν ήταν ο ορίζοντας αυτό που επρόκειτο να προκαλέσει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον... Τουλάχιστον, όχι ακόμα.
   
ΣΤΗΝ ΠΙΟ ΨΗΛΗ πλαγιά τού βουνού, υπήρχαν δύο πράγματα που θα έλεγε κανείς πώς ήταν εντελώς αδύνατο να βρίσκονται εκεί. Το πρώτο πράγμα ήταν ένας σωρός από ξύλα· άλλα πεσμένα  ακαθόριστα στο χώμα και άλλα σε σχηματισμό, έτσι που έμοιαζαν με τα συντρίμια ενός παλιού, σαπισμένου καραβιού. Μα πώς γινόταν ένα καράβι να βρίσκεται τοποθετημένο πάνω σε ένα βουνό; Το δεύτερο πράγμα, ακόμη πιο περίεργο, ήταν ένας καλοσχηματισμένος, γιγάντιος, πέτρινος όγκος που έμοιαζε με άγαλμα. Ήταν ελαφρώς κυρτό, σχεδόν σκυμμένο, με σώμα ανθρώπου που στην πλάτη του είχε δυο φτερά. Οι άκρες των φτερών είχαν θρυμματιστεί. Η μία πολύ περισσότερο από την άλλη, αλλά διακρίνονταν και οι δυο καθαρά. Όμως, το άγαλμα ήταν ακέφαλο!
   
Οι εκπλήξεις, ωστόσο, δεν τελείωναν εδώ. Ήταν αργά το απόγευμα όταν το αγόρι και το κορίτσι, καθώς έφταναν ταυτοχρόνως στην κορυφή, άρχισαν να βλέπουν ο ένας τη μορφή τού άλλου να πλησιάζονται ολοένα και περισσότερο. Βημάτιζαν αργά και σταθερά προς το ίδιο σημείο από εντελώς αντίθετες κατευθύνσεις. Λες και είχαν ορίσει ως σημείο συνάντησης το ίδιο μέρος, την κορυφή, χωρίς πριν να έχουν συνεννοηθεί για αυτό. Ούτε καν γνωρίζονταν!
   
ΈΦΤΑΣΑΝ Ο ΕΝΑΣ δίπλα στον άλλο. Κοιτάχτηκαν για αρκετή ώρα. Κι ύστερα το κορίτσι είπε:

- Μη πεις τίποτα!

Το αγόρι έτσι και έπραξε. Αγκάλιασε το κορίτσι και απόλαυσαν μαζί το ηλιοβασίλεμα από το πιο ψηλό σημείο τού κόσμου. Προτού χαθεί το φως, μπόρεσαν να διακρίνουν καθαρά στον κοινό ορίζοντα που έβλεπαν μαζί ένα άσπρο άλογο που κάλπαζε σε μια κοιλάδα με κατεύθυνση τον ήλιο. Μέχρι που χάθηκε από την όρασή τους και αυτό και ο ήλιος. Ήξεραν και οι δυο ότι κάτι σήμαινε η παρουσία αυτού του αλόγου μαζί με όλα όσα είχαν δει πρωτύτερα, αλλά δεν μπορούσαν ούτε να το εξήγησουν ούτε να το εκφράσουν. Εκείνη τη στιγμή, φιλήθηκαν και έμειναν αγκαλιασμένοι έτσι για πολλή ώρα.
    
M.M.
   
Evangelion: Death and Rebirth
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου