Τρίτη 9 Απριλίου 2013

Σημάδι πεθυμητικό τής αναγάλλιασής μου

Η Αρετούσα και η Νένα βλέπουν το δαχτυλίδι τού Ρωτόκριτου
    
[ ΠΡΟΣΩΠΟ οπού μιλεί: Αρετούσα. (Γ 1415-1440) ]
   
Και πώς μπορεί τούτη η καρδιά που με χαρά μεγάλη
στη μέση της εφύτεψε τα νόστιμά σου κάλλη
και θρέφει σε καθημερνό, στα σωθικά ριζώνεις,
ποτίζει σε το αίμα τση κι ανθείς και μεγαλώνεις
κι ως σ' έβαλε, σ' εκλείδωσε, δε θέλει πλιό ν' ανοίξη
και το κλειδίν ετσάκισεν άλλης να μη σε δείξη,
και πώς μπορεί άλλο δεντρόν, άλλοι βλαστοί κι άλλα άθη
μέσα της πλιό να ριζωθούν, που το κλειδίν εχάθη;
Σγουραφιστή σ' όλο το νουν έχω τη στόρησή σου
και δε μπορώ άλλη πλιό να δω παρά την εδική σου·
χίλιοι σγουράφοι να βρεθού, με τέχνη, με κοντύλι
να θε να σγουραφίσουσι μάτια άλλα κι άλλα χείλη,
τη στόρησή σου ως τήνε δου, χάνεται η μάθησή τως,
γιατί καλλιά 'ναι η τέχνη μου παρά την εδική τως.
Εγώ, όντε σ' εσγουράφισα, ήβγαλα απ' την καρδιά μου
αίμα και με το αίμα μου εγίνη η σγουραφιά μου·
κι όποια με το αίμα τής καρδιάς μια σγουραφιά τελειώση,
κάνει την όμορφη πολλά κι ουδέ μπορεί να λειώση·
πάντά' ναι σάρκα ζωντανή, καταλυμό δεν έχει
και ποιος να κάμη σγουραφιά πλιό σαν εμέ κατέχει;
Τα μάτια, ο νους μου κ' η καρδιά, κ' όρεξη εθελήσα
κ' εσμίξαν και τα τέσσερα, όντε σ' εσγουραφίσα·
και πώς μπορώ να σ' αρνηθώ; Κι α θέλω, δε μ' αφήνει
τούτ' η καρδιά που εσύ 'βαλες σ' τσ' αγάπης το καμίνι
κ' εξαναγίνη στην πυρά, την πρώτη φύση εχάσε,
η στόρησή μου εχάθηκε και τη δική σου επιάσε.
    
[ ΠΡΟΣΩΠΟ οπού μιλεί: Ερωτόκριτος. (Γ 1491-1498) ]
 
Καλώς το πιάσε η χέρα μου το μαρμαρένιο χέρι,
κείνο που ολπίδα μού 'δωκε το πώς σε κάνω ταίρι.
Σημάδι πεθυμητικό τής αναγάλλιασής μου,
παρηγοριά και θάρρος μου και μάκρος τής ζωής μου.
Χέρα που δίχως να μιλή σωπώντας μού το τάσσει
εκείνον οπού ετρόμασσεν ο νους μου μην το χάση·
χέρα που επιάσε το κλειδί και μ' όλο το σκοτίδι
ήνοιξε τον Παράδεισο και τσ' ουρανούς μού δίδει.
 
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...]
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου