Καλά
το λεν οι φρόνιμοι, η αγάπη φόβο φέρνει
κ'
εις ένα πράμα οπού αγαπά χίλιες φορές
γιαγέρνει.
Χίλια
σημάδια να θωρή ο άθρωπος, να κατέχη
άδολα
πως τον αγαπά, αναπαημό δεν έχει·
μα
λέγει και ξαναρωτά και ξαναδοκιμάζει
την
αγαπά αν τον αγαπά και πάντα του λογιάζει.
Οληνυκτίς
σ' τσ' αγκάλες της να μένη μετά κείνη,
σα
σηκωθή, το βάσανο τού πόθου τόνε κρίνει
και
φαίνεταί του χάνει τη και πως τον
απαρνάται
κι
ολημερνίς κι οληνυκτίς τρομάσσει και
φοβάται
και
πάντα ξόμπλιν εγνοιανό στην αγαπά
γυρεύγει
κ'
ετούτη η έγνοια η πελελή συχνιά τόνε
παιδεύγει.
[ ΠΡΟΣΩΠΟ οπού μιλεί:
Αρετούσα. (Ε 1017-1028) ]
Εγώ
δε σε φοβούμαι πλιό ουδ' ο νους μου σε
λογιάζει,
γιατί
η ολπίδα όπου βρεθή το φόβο συντροφιάζει·
μα
εδά που εκείνη εμίσεψε κι απ' την καρδιά
μου εχάθη,
εγώ
δεν τα φοβούμαι πλιό του ριζικού τα
πάθη.
Σήμερο
απόμεινα άφοβη· δεν έχω πλιό ίντα
'λπίζει·
το
ριζικό δεν το ψηφώ· η Μοίρα δε μ' ορίζει.
Μοίρα,
δε σε φοβούμαι πλιό κι ό,τι κι α θέλης
κάμε,
κι
α με γυρεύγης να με βρης, λέγω σου πως
επά 'μαι·
και
θε να πάρω θάνατο, κι απείτις αποθάνω,
κάμε
το πλιά χερότερον εις το κορμί μου απάνω·
εις
τα βουνά ας με ρίξουσι και τα θεριά ας
με φάσι,
η
απονιά σου να χαρή κ' η γνώμη να χορτάση.
[ ΠΟΙΗΤΗΣ: (E
1049-1076) ]
Ήθελε
κι άλλα να του πη, μα η εμιλιά δε σώνει,
πέφτει
στη γη άσπρη και κρυγιά πλιά παρ' από το
χιόνι
και
πλιό δεν είχεν αναπνιά κ' η αίστησή τση
εχάθη
κι
όλο το αίμα εσύρθηκε προς της καρδιάς
τα βάθη.
Τ'
άλλα της μέλη ήσα νεκρά, μόνο η καρδιά
σπαράσσει,
ετρόμαξε
ο Ρωτόκριτος μην πα και τήνε χάση.
Ήσυρνε
γένια και μαλλιά, τά 'βαλε ο νους του
ψέγει,
απείτις
κ' έτοια πράματα ήθελε να τση λέγη.
Εδέρνετο
κ' η νένα της, στα χέρια την εκράτει,
λογιάζοντας
πως είν' νεκρή, φιλεί, αποχαιρετά τη
και
μοιρολόγι θλιβερό τσή 'λεγεν η καημένη,
ελόγιαζε
κ' εθάρρειε το πως νά 'ναι αποθαμένη.
Πουρί
ήπλωσε στο στήθος της κ' εσπάρασσε η
καρδιά της,
μ'
ακόμη από το στόμα της μακρά 'το η εμιλιά
της.
Ω
πόσο είναι βαρύ πολλά και δυνατό περίσσα
και
πώς κατέχου να το πουν εκείνοι που
αγαπήσα·
τό
'ρθη καιρός τσή χωρισιάς, πόσο καημόν
αφήνει!
Να
το μιλήσου δε μπορούν, κ' η γνώση να το
κρίνη.
Δεν
ήτονε παράξενον αν είν' κ' η Αρετούσα
έτοιας
λογής απόμεινε σ' ό,τι τ' αφτιά τση ακούσα.
Εξελιγώθη,
στρέφεται, λέγει η γλυκειά της γλώσσα:
«Απαρθινά,
Ρωτόκριτε, θεριά σ' εθανατώσα;»
Τα
δάκρυα, οπού 'σαν άλλη μια εις τα βαθιά
χωσμένα,
τόπον
ευρήκασιν εδά κ' ετρέχασι κ' εβγαίνα·
και
σιγανά εκινήσασι, μ' αρχίσαν κ' επληθαίνα,
σα
ριγουλάκι λαμπυρόν εδέτσι εκατεβαίνα.
Από
την άλλη ο Ρώκριτος πάραυτας ενεστάθη
και
δεν του εφαίνετο καιρός να την κρατή
στα πάθη.
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου