Στην Καλλιόπη
ΚΟΙΤΑΞΕ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΗ φιγούρα της θλιμμένα στον καθρέφτη. Για μια στιγμή, ονειρεύτηκε να μπορούσε να φύγει μακριά από όλους και από όλα. Το μόνο που ήθελε ήταν να μπει σε ένα καράβι μόνη της για να ταξιδέψει στο λιμάνι τής καρδιάς του. Εκείνος θα καθόταν σε ένα παγκάκι στην προβλήτα.
Στα μάτια της φάνταζε ακατόρθωτο αυτό που ονειρεύτηκε. Τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά της. Χτύπησε με ορμή το χέρι της στον καθρέφτη. Ύστερα γονάτισε και άρχισε να τρώει ένα - ένα τα κομμάτια. Τότε, ήρθε εκείνος και την έπιασε από πίσω. Ένιωσε ότι της ψιθύριζε στο αυτί:
- Βλέπεις τις σταγόνες;
Εκείνη έφτυσε αμέσως, γύρισε και ακούμπησε τα ματωμένα χείλη της στα δικά του. Έμειναν έτσι για αρκετή ώρα αναπνέοντας ο ένας από τον άλλο. Στο τέλος, τα νερά τούς παρέσυραν σε ένα μέρος όπου εκείνη δεν είχε ξαναπάει. Εκείνος το ονόμασε την άκρη όλων των πραγμάτων.
*
ΉΤΑΝ ΑΚΟΜΗ ΝΥΧΤΑ. Ξύπνησε βρεγμένη, περίεργα ήρεμη και εκστατική. Ένιωθε ακόμα την ανάσα του και είχε μια γλυκιά αλμύρα στα χείλη. Μα, πιο πολύ, τον ένιωθε ακόμη μέσα της. Η καρδιά της είχε μετατοπιστεί στο άκρο τού στήθους της. Έτοιμη να φτερουγίσει.
Το τηλέφωνο χτύπησε. Ήταν εκείνος. Με το που άκουσε τη φωνή άφησε το τηλέφωνο, άνοιξε την πόρτα και έφυγε.
Μ.Μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου