Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

Εκείνος πλιό άλλο δε μιλεί


Μήνυμα από την Αρετούσα



Χίλια η καρδιά και πλιότερα...



Η αγάπη δεν τσ' αφήνει



Στο παραθύρι η Αρετή ήστεκε...



Γιατί έτσι το 'χει φυσικό...



Τα πάθη πλιό δεν κιλαδεί...



* * *
 
[ ΠΟΙΗΤΗΣ: (E 1084-1090, 1103-1132, 1511-1544) ]
 
Εκείνος πλιό άλλο δε μιλεί, μα πλύθηκεν ομπρός της
και τσ' εφανίστη αλλής λογής εγίνηκε το φως της.
Ήλαμψεν ο Ρωτόκριτος βγάνοντας το μελάνι,
πάλι την πρώτην ομορφιά το πρόσωπό του πιάνει.
Χρυσά εγενήκαν τα μαλλιά, τα χέρια μαρμαρένια
κ' η όψη του ασπροκόκκινη, τα κάλλη ζαχαρένια.
Γνωρίζει τον η Αρετή, καλά τόνε θυμάται,
μα δεν κατέχει ξυπνητή αν είναι ή αν κοιμάται.
[...]
Τα μάτια τση από τη χαρά ποτάμια εκατεβάζα
και με τα δάκρυα, που 'βγανε την πρώτη, δεν εμοιάζα.
Τα πρώτα εβράζα ωσά θερμό, πρικιά, φαρμακεμένα,
και τούτα ετρέχα δροσερά, γλυκιά και ζαχαρένια.
Σαν το λουλούδι που όμορφο παρ' άλλο η φύση κάνει
κ' έρθη άνεμος με τη χιονιά να το ψυχομαράνη
κ' η ομορφιά του χάνεται, τη μυρωδιά δεν έχει,
όση ώραν είναι ανεμική κι όση ώρα χιόνι βρέχει·
μα ως έβγη ο ήλιος να το δη κ' η ζέστη να του δώση,
και να ομορφίση το ζιμιό, τα φύλλα να ξαπλώση,
το χιόνι από τριγύρου του χάμαι νερό το ρίχνει,
τη μυρωδιά, την ομορφιάν ωσάν και πρώτας δείχνει,
όλες τσι χάρες σαν εβγή ο ήλιος τού τσι δίδει,
που το 'χεν άσκημο η χιονιά στης νύκτας το σκοτίδι·
έτσί 'χαν και την Αρετή τα πάθη μαραμένη
κι ασούσουμη κι ανέγνωρη, κακά καταστεμένη.
Κ' η σκοτεινάγρα τσή φλακής, του λογισμού η κρυότη
πολλ' άσκημην εκάμασι την όμορφή της νιότη.
Μα σαν είδε τον ήλιο της μες στη φλακή κ' εμπήκε,
εξαναγίνη το ζιμιό, την ασκημιάν εφήκε·
εγιάγειρεν η ομορφιά που τση 'το μακρεμένη,
ήβρασε πάλι, ενέζησε, οπού 'το χιονισμένη.
Ήκλαιγε, δεν εχόρταινε να του μιλή τους πόνους,
που εβάσταν ογιά λόγου του τόσους καιρούς και χρόνους.
Ήκλαιγε κι ο Ρωτόκριτος τα πάθη των κιντύνω,
βλέποντας πώς ευρίσκετο μια του κερά για κείνο,
κ' ίντ' ασκημιά 'χε κι ατσαλιά το ρούχον οπού εφόρει
κι από τα νύχια ώς την κορφή κλαίγοντας την εθώρει.
Επάψασι τα κλαήματα και της χαράς η ζάλη,
τσι πρώτες τως αθιβολές ξαναμιλούσι πάλι.
 
Η Αρετούσα γυρίζει από τη φυλακή στο παλάτι

Αγαπημένο αντρόγυνο σαν τούτο δεν εφάνη
μουδ' έτοιο καλορίζικο, χαιράμενο στεφάνι.
Πλιά ζήσαν κ' εγεράσασι παρά που δίδει η φύση,
καλή καρδιά τούς έθρεφε σαν το δεντρόν η βρύση.
Εκάμασι παιδόγγονα κι όλα εγενήκαν πλούσα
και μάνα και κερά λαλά εγίνη η Αρετούσα.
Πολλά χαιράμενη ζωή στον κόσμον επεράσα,
τσι κόπους δεν ερίχνασι, τσ' ολπίδες δεν εχάσα.
Για τούτο οπού 'ναι φρόνιμος, μηδέ χαθή στα πάθη·
το ρόδο κι όμορφος αθός γεννάται μες στ' αγκάθι.
Ετούτ' η αγάπη η μπιστική με τη χαρά ετελειώθη
και πλερωμή στα βάσανα μεγάλη τώς εδόθη.
Και κάθα είς που εδιάβασεν εδά κι ας το κατέχη:
μη χάνεται στα κίντυνα, μα πάντα ολπίδα ας έχη.
Κ' εκείνον οπού εκόπιασεν ας τον καληνωρίζου
κι ας συμπαθούν τα σφάλματα εκείνα που γνωρίζου.
Εσίμωσε το ξύλο μου, το ράξιμο γυρεύγει:
ήρθε σ' ανάβαθα νερά και πλιό δεν κιντυνεύγει.
Θωρώ τον ουρανό γελά, τη γη και καμαρώνει
κ' εισέ λιμνιώνα ανάπαψης ήραξε το τιμόνι.
Σ' βάθη πελάγου αρμένιζα, μα εδά 'ρθα στο λιμνιώνα,
πλιό δε φοβούμαι ταραχή ουδέ μάνητα χειμώνα.
Θωρώ πολλοί εχαρήκασι κ' εκουρφοκαμαρώσα
κι όσοι εκλουθούσα από μακρά, εδά κοντά εσιμώσα.
Η γης εβγάνει τη βοή, ο αέρας και μουγκρίζει
και μια βροντή στον ουρανό τσ' οχθρούς μου φοβερίζει·
εκείνους τους κακόγλωσσους που ψέγουν ό,τι δούσι
κι απόκεις δεν κατέχουσι την άλφα σκιάς να πούσι.
Θωρώ πολλούς και πεθυμούν κ' έχω το γροικημένα
να μάθουν τίς εκόπιασεν εις τ' απανωγραμμένα.
Κ' εγώ δε θε να κουρφευτώ κι αγνώριστο να μ' έχου,
μα θέλω να φανερωθώ, κι όλοι να με κατέχου.
ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ είν'ο ποιητής και στη γενιά ΚΟΡΝΑΡΟΣ,
που να βρεθή ακριμάτιστος, σα θα τον πάρη ο Χάρος.
 
Βιτσέντζος Κορνάρος, “Ερωτόκριτος”, επιμ. Στυλιανός Αλεξίου, εκδ. Ερμής.
    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου